Sunday, September 2, 2018

Ενός θανάτου Ντο [ Μέρος 2ο ]

Τ' άστρα, λοιπόν, πεθαίνουν τραγουδώντας. Κι εγώ, ο άμοιρος, δεν έχω ιδέα μουσικής. Οι νότες γλιστρούν στ' αυτιά μου ανώνυμες. Πώς να κατέβω, έτσι άοπλος, σε τούτη τη μικρή μάχη, που συνιστά η αναμέτρηση της κάθε γνώσης; Ή πάλι, πώς να σταθώ απέναντι σ' εκείνο που αγαπώ, αγνοώντας τη γλώσσα που μιλάει; Αναζητώ τη νότα ντο κι ας μου το συγχωρέσει ο αναγνώστης, πώς ό,τι έμαθα το 'ψαξα και το βρήκα κυρίως στ' αγγλικά.

Η συχνότητα των υπερκαινοφανών δεν είναι σαν τις συχνότητες του καλοκουρδισμένου πιάνου : κυμαίνεται τόσο γύρω από κάποιο κέντρο, όσο κι από το ένα άρθρο στ' άλλο. Στο τεύχος Σεπτεμβρίου του περιοδικού Astronomy, τ' αστέρια προτιμούν τη νότα «F just above middle C". Στο παρακάτω άρθρο του Space.com, διαβάζουμε για ένα φάσμα συχνοτήτων (που είναι και το λογικότερο) από 200 μέχρι 400 Hz. Συμβατικά, γίνονται δεκτές οι συχνότητες περί της «middle C».


Σ' ένα τυπικό πιάνο 88 πλήκτρων, η νότα που καλείται middle C ή C4, αντιστοιχεί στην αυστηρά ορισμένη συχνότητα των 261.63 Hz. Τώρα, οι συχνότητες, μονάχες τους, δεν είναι παράθυρα στη μουσική ∙ δεν είναι καν παράθυρα στον ήχο. Το μόνο που επιθυμώ : να την ακούσω ...


Μα το ένα φέρνει τ' άλλο κι η μία σκέψη την επόμενη. Μια ντο μονάχη, όσο οικεία αντηχεί, άλλο τόσο στέκει δυσπρόσιτη. Όμοια, καθώς συναντάς τυχαία πρόσωπο που γνώρισες, κάποτε, σε χαρούμενη συγκέντρωση, μα δυσκολεύεται να τ' ανασύρει η μνήμη, όσο οικείο κι αν στέκεται μπροστά σου. Γιατί το 'μαθες και το συνέδεσες, άρρηκτα, με την ομήγυρη εκείνη ∙ τώρα μονάχο του μοιάζει παράταιρο και φάλτσο. Γυρεύω μουσικές που στήθηκαν, γύρω απ' τη νότα ντο. Γνωρίζω αγαπημένα μου κομμάτια, απ' την αρχή. Ανακαλύπτω τα μικρά τους μυστικά ονόματα, με τα οποία ουδέποτε τα κάλεσα. Παλεύω απεγνωσμένα, με τη μερική παραμόρφωση των ήχων, ενθύμιο του πρόσφατου ισχαιμικού επεισοδίου, παλεύω να αναγνωρίσω μελωδίες, να αφουγκραστώ τις σωστές αλληλουχίες, στην ανάγκη να μπαλώσω από μνήμης τις παράτονες ασυνέχειες των νευρώνων. Σχεδόν ιδρώνω απ' την προσπάθεια, μα τούτη η συγκέντρωση με υποχρεώνει να βυθιστώ στη μελωδία με τρόπο, που δεν είχα επαναλάβει μέχρι σήμερα. Αργότερα, στο επόμενο κομμάτι, δεν αντέχω τούτη την ξεχασμένη ομορφιά - σχεδόν πρωτόγνωρη : ξεσπώ σε δάκρυα.

TZVI EREZ @ J.S.BACH - Prelude 1 in C major [BMW 846]

Όπως ακούω ξανά και ξανά, τούτη τη middle C - λίγο πριν καταλήξει εμμονή - ο νους ακροβατεί στο χείλος μια αόριστης ενθύμησης. Η νότα αντηχεί πεισματικά σε γνώριμους υποδοχείς. Παρόλα αυτά, μένω αμήχανος μ' εκείνο τον εκνευρισμό, που νιώθει κανείς σαν του διαφεύγει οριακά κι επίμονα τ' όνομα ενός πασίγνωστου ηθοποιού. Πειραματίζομαι και πέφτω διάνα. Στεκόμουν λάθος μια δίεση. Ετούτη η C-sharp είναι το χρυσό κλειδί, που ξεκλειδώνει το σκεβρωμένο μου σεντούκι ...


Πια είναι όλα εύκολα. Δεν αργώ θυμηθώ ...

VALENTINA LISITSA @ LISZT - Hungarian Rhapsody No.2 in C-sharp minor

Χαζεύω μαγεμένος τα δάχτυλα της Valentina, τους καρπούς, τους ώμους, που δεν είναι πια μέλη ανθρώπινα, μα μουσική τα ίδια. Λυγώ και δακρύζω. Πώς καταφέρνουμε να ζούμε, τόσο καιρό, κρατώντας χωρισμένα αυτά τα δύο : τ' ανθρώπινο σώμα και τη δημιουργία; Πώς καταφέρνουμε τέτοια καταστροφή στις αντιλήψεις, στις ζωές, στο κάλλος; Τι νόημα έχει η μουσική δίχως τα χέρια, δίχως τα χείλη, που τη γέννησαν; Τι νόημα έχει μια μουσική να παίζει από μόνη της, όπως μας δίδαξαν από την εποχή του πρώτου γραμμοφώνου; Είδε κανείς χορό μόνο του να χορεύει; Ένα άγαλμα που στέκει ανεύθυνο στην άκρη, είναι ετούτο τέχνη; Αλλού το άγαλμα κι αλλού το χέρι του δημιουργού, αντί για δύο σφιχταγκαλιασμένες ύλες, να πλάθει μία την άλλη;

Παρατήσαμε την τέχνη διχοτομημένη, μισή, προκειμένου να τη διαφυλάξουμε. Εκείνη η μαγεία, που παράγεται, καθώς ο άνθρωπος εργάζεται σκυφτός πάνω στα υλικά του, μα με τον άνθρωπο μαζί, να τι 'ναι τέχνη αληθινή. Με τέτοιον ορισμό, αναπόφευκτα, η τέχνη γίνεται εφήμερη, δημιουργείται άπαξ και για μια στιγμή - έστω αθροιστική. Κατόπιν τίποτα. Ή - αν θέλετε - η αναπόφευκτη φορμόλη. Τα μουσεία μας είναι γεμάτα τέτοια πτώματα. Τα ραδιόφωνα, οι δίσκοι μας, ομοίως. Η αληθινή τέχνη δεν είναι παρά θνησιγενής. Ζώσα σε μια τομή του χρόνου ελάχιστη, μια πληγή που επουλώνεται γοργά. Έχει ημερομηνία λήξης την ημερομηνία γέννησης.

Η τέχνη δεν αποθηκεύεται, δε συντηρείται. Μπορεί όμως ν' ανακαλύπτεται εκ νέου, κάθε που πιάνει κανείς να δαμάσει το σώμα του, μια παρτιτούρα, ένα κομμάτι μάρμαρο, μι' ανοικοκύρευτη παλέτα. Η τέχνη βιώνεται είτε σε πρώτο πρόσωπο, ως δημιουργία, είτε σε δεύτερο από τους αδαείς - προσωρινά ή μόνιμα - που 'χουν την τύχη να σταθούν στο πλευρό των προηγούμενων. Δεν υπάρχουν ημίμετρα. Ακόμα κι αυτό το βίντεο, που γέμισε τα μάτια μου δάκρυα, τι ακριβώς έχει διαφυλάξει από τη φυσική εκδήλωση εκείνου του μικρού θαύματος, που συντελέστηκε άπαξ, δίχως εμένα ή κάποιον άλλο - όπως συνήθως, εκδηλώνονται τα θαύματα, διακριτικά;

Τούτα σκεφτόμουν, χαζεύοντας τα δάχτυλα να πάλλονται πάνω απ' τα πλήκτρα, ενίοτε με συχνότητες εφάμιλλες των άστρων. Σκέφτηκα αν θα 'ταν η μουσική του Λιστ σύμφωνη μ' όσα συμβαίνουν στην καρδιά των τελευταίων, σε σχέση - ας πούμε - μ' έναν Βάγκνερ. Μα τούτος δε μ' άρεσε ποτέ ιδιαίτερα, σε αντίθεση με τους αστέρες που λατρεύω. Τους προτιμώ ν' ανατινάζονται με γεύση σκέρτσου, να σκάνε με στιλ σαν αλήτικα πυροτεχνήματα, παρά να εκρήγνυνται εμβληματικά και μονοκόμματα, σαν ομοβροντιές που δεν υπόσχονται παρά το θάνατο. Παρ' όλα αυτά, ούτε στον Λιστ κρύβεται η ντο που αναζητώ. Η ντο των άστρων. Δε είναι, μάλλον, γραφτό να την ανακαλύψω σήμερα κι ας έχουν περάσει ώρες, μπροστά στο πληκτρολόγιο.

Μα το μυαλό δε γύρευε ακόμη να ησυχάσει. Αναρωτήθηκα : ποια μουσική θα ταίριαζε, λοιπόν, στη γέννηση κι αυτού του Σύμπαντος; Δε θέλει πολύ ώσπου ν' αντιληφθείς, πως οι ερευνητές είναι σαν τις πορδές και χώνονται παντού : πανάθεμά τους, ακόμη και σε τούτο έχουν άποψη ! Επέστρεψα, ξανά, στο ρεμβασμό. Δεν ήθελε πολύ. Ο νους φτερούγισε σχεδόν αμέσως - σαν να μην ήταν άλλη σκέψη - στο Bolero και τον Ravel του. Πόσο κλισέ, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Κι όμως δε γράφω εδώ για να πρωτοτυπήσω, γράφω γιατί αισθάνομαι. Κι επειδή οι μνήμες τόσο βαθύτερα ριζώνουν, όσο ισχυρότερα τα αισθήματα με τα οποία ντύθηκαν, δεν νομίζω να καταφέρω ποτέ να ξεχωρίσω τη μουσική του Ravel από εκείνη την έκπληξη αισθητικής, την οποία συνάντησα αναπάντεχα ως παιδί, σε κάποιο κρατικό κανάλι (πιθανότατα, τότε, σε τόνους γκρι) ...

BRUNO BOZZETTO - Bolero

Ξαναχαζεύοντας σήμερα, τούτη την υπέροχη δημιουργία του Bozzetto, η οποία αυτοσαρκάζεται ως παρωδία της Ντισνεϊκής Φαντασίας - καταλήγοντας τελικά να τη σαρκάζει - διαπιστώνω πως όχι μόνο στέκεται εξαιρετική από μόνη της, δίχως τον οποιονδήποτε ετεροπροσδιορισμό, μα επιπλέον στα σημεία ξεπερνάει παρασάγγας σε φαντασία κι αλληγορία τ' αμερικάνικο εργαστήρι - δε θα μιλήσω εδώ για τεχνική. Δεν παύω στιγμή να λατρεύω τη Φαντασία, μα φαίνεται πια μονοδιάστατη κι επίπεδη - αν και τούτο στέκει παράλογο, καθότι δεν υπάρχουν μονοδιάστατα επίπεδα.

Ο Bozzetto είναι τολμηρότερος στις συλλήψεις του από τον συμβατικό Ντίσνεϊ. Είναι σίγουρα ερωτικότερος και γι' αυτό ουσιαστικότερος. Κι ίσως γι' αυτό, ο μικρός του Φαύνος στην αρχή, μοιάζει να φέρνει τόσο σε καρικατούρα Φρόιντ. Μα βιάστηκα ένα βήμα. Ας είναι. Γιατί το έργο του Bozzeto, που ο πραγματικός του τίτλος είναι «Allegro Non Troppo», δεν ξεκινά με Ravel και Bolero, μα Debussy και «Prélude à l' Après-midi d' un Faune». Μα να που αγνοώ τι είν' ένας Φαύνος κι ας μοιάζει, εν πρώτοις, μ' ένα μικρούλη Πάνα. Ψάχνοντας, επιστρέφω στη μόνιμη ετούτη επανάληψη, σε ό,τι αφορά τ' αρχαία μυθολογικά : πάλι οι Ρωμαίοι τα κάνουν κουλουβάχατα, γυρεύοντας να μπολιάσουν τα δικά τους με τα ελληνικά. Δε θα κουράσω περισσότερο, ως μεταπράτης γνώσεων στις οποίες έχετε πρόσβαση κι οι ίδιοι. Τούτος ο Φαύνος, ωστόσο, μοιάζει με πλάσμα αλαφρύτερο και φωτεινότερο, απ' τους δικούς μας σκοτεινούς Σατύρους και τον Πάνα - αν έχω κάποιο δίκιο, δηλαδή, σ' αυτό. Συγγενέστερος προς την ποιμενική γαλήνη, παρά προς την εγρήγορση του δάσους. Φεύγω με την εντύπωση πως ντύνεται περισσότερο την αγαθή όψη του ζώου, αντί ν' απογυμνώνει κάτι απ' τη ζωώδη όψη του ανθρώπου.

Κι ωστόσο, η μια αναζήτηση σε οδηγεί στην άλλη κι από τον Debussy στο Mallarmé είν' ένα βήμα δρόμος. Έτσι, τούτο τ' απομεσήμερο του Φαύνου, που γεννήθηκε κάποια στιγμή ως ποίημα, γίνηκε το 1910 μια ισοδυναμία εικόνων, ειπωμένες στη γλώσσα της μουσικής ...

C.DEBUSSY - Prélude à l' Après-midi d' un Faune

Τούτα τα ποιήματα μιας άλλης εποχής, τα χώνευα πάντα δύσκολα. Βαρυφορτωμένα εκφραστικότητα - συχνά πομπώδη - γίνονται πνιγηρά. Υπέρπυκνα σαν τους πυρήνες των υπερκαινοφανών, στέκεται αδύνατο να βρεις διέξοδο αλώβητος, από εκείνο που φαντάζει στα γούστα μου λυρική φλυαρία. Και μερικές εικόνες αληθινά θαυμάσιες - όπως η παρακάτω - χάνονται μέσα στον κορεσμό αυτού του πληθωρισμού :

« Ainsi, quand des raisins j'ai sucé la clarté,
 Pour bannir un regret par ma feinte écarté,
Rieur, j'élève au ciel d'été la grappe vide
Et, soufflant dans ses peaux lumineuses, avide
D'ivresse, jusqu'au soir je regarde au travers. »

« Έτσι, αφού απερρόφησα των σταφυλιών το φως,
Για ν' αποδιώξει κάποια θλίψη ένας ισχυρισμός,
Γελώντας προς τον ουρανό, γυμνό το βότρυ υψώνω
Κι ενώ φυσώ, στις φλούδες του, που 'ναι όλο λάμψη, μόνο
Διψώ για μέθη κι ως το βράδυ παρακολουθώ. »

[ Μετάφραση : Γ.Σ.Πατριαρχέας @ Νέα Εστία 754, Δεκέμβριος 1958 ]

Δε μπορώ να μη γκρινιάξω - στον εαυτό μου - για τις μεταφράσεις, που προτιμούν το «απόγευμα» απ' το «απομεσήμερο». Ίσως να σφάλλω - άλλες εποχές, άλλες νοηματοδοτήσεις. Το απόγευμα στέκει για μένα κρυστάλλινο και διαυγές, καλοχωνεμένο και ξυπνητό. Μα τούτο το απομεσήμερο, ήτανε πάντοτε τόσο μεστά δεμένο με το λήθαργο ή τη βαριά αφύπνιση - εκείνη τη κωματώδη σύγχυση, όπου μήτε το όνειρο έχει ακόμη εγκαταλείψει, μήτε η πραγματικότητα έχει εγκαθιδρυθεί στις αισθήσεις με πληρότητα. Κι έπειτα σκέφτομαι πάλι τον Bozzetto και πόσο εύστοχα παίζει με την αλληγορία, φτιάνοντας έναν γλυκούλη, γερασμένο Φαύνο. Παλεύοντας με τη χαμένη νιότη, φέρει όλη τη θλίψη από το βότρυ που τρυγήθηκε και δεν είναι πια άλλος. Το απομεσήμερο της μέρας αποσυμβολίζεται απ' το συμμετρικό του της ζωής, τότε που πιάνουν οι ήττες να πολλαπλασιάζονται, δίχως να υπάρχουν ακόμη ηττημένοι. Σ' αυτή τη νόθα κατάσταση του βίου, όπου τα πάντα μπλέκονται ανεπανόρθωτα κι όπου ο άνθρωπος αφήνοντας το ένα του όνειρο ξωπίσω - εκείνο που 'ζησε - πορεύεται συνάμα προς εκείνο τ' άλλο, απ' όπου κανείς δεν ξύπνησε.

Ξώφαλτσα, πέφτω κάποτε και στ'  άρθρο αυτό. Διαβάζω για τούτο τον Νιζίνσκι και με κάνει να θέλω ν' ανοιχτώ σε χώρους ασύμβατους με τις αντιληπτικές μου ικανότητες. Η τέχνη της χορογραφίας είναι για μένα μια terra incognita. Εκείνη η θαυμαστή, πρωτότυπη παράσταση του Νιζίνσκι δεν έμεινε αλλού, πέρα απ' τις μνήμες των ανθρώπων, που την έζησαν. Μνήμες, που παλεύουν μάταια να συγκρατήσουν ό,τι είναι γεννημένο, διαρκώς, να δραπετεύει. Έγινε όμως καινούργιος τρόπος σκέψης, για τους ανθρώπους που ακολούθησαν. Γιατί όπως είπαμε η Τέχνη συμβαίνει άπαξ κι όλες οι προσπάθειες αναβίωσης δεν είναι, ούτε κατά διάνοια, αναγεννήσεις - θα 'τανε τόσο υποτιμητικό, άλλωστε - μα νέα Τέχνη που παράγεται ή ανακαλύπτεται ξανά και ξανά, απ' την αρχή. Πώς μπλέκονται έτσι, λοιπόν, των ανθρώπων οι ζωές - κι αν θες όλων των υπαρκτών; Είναι βεβαίως λογικό, μα λογικό συχνά με τρόπο δυσερμήνευτο. Μη βλέπεις, καλέ αναγνώστη, που τη γλιτώσαμε με λιτές αναφορές. Μαλαρμέ, Ντεμπυσσύ, Νιζίνσκι : ποιος ξέρει, ακόμα, πόσες περιπλοκές, παραφυάδες και μπολιάσματα - που τα στερεί η άγνοια - κρύβονται μόνο σε τούτη τη στενή τριάδα. Ένας ολόκληρος κόσμος συμπυκνωμένος σ' ένα μικρό απόσπασμα ανθρώπινης ανάσας.

V.NIJINSKY's - L' Après-midi d' un Faune

Και όμως να, που κάπου εδώ προλαβαίνει επιτέλους η κούραση το νου, ο οποίος με τη σειρά του αδυνατεί μπροστά στο πλήθος των ερεθισμάτων ή τον όγκο. Ζητά το χρόνο να σταθεί, να αφομοιώσει, να επαναλάβει, να εμβαθύνει, να χορτάσει. Όλα ξεκίνησαν από μια νότα ή μάλλον από ένα θάνατο επικείμενο. Τώρα, βρίσκονται όλα πλεγμένα και δεμένα, μεταξύ τους, σαν πολυποίκιλτο υφαντό. Ο έναστρος ουρανός δε θα εκτείνεται πλέον σιωπηλός, πάνω στις διαστάσεις του βλέμματος, μα θα βαθαίνει μια διάσταση, μιαν αίσθηση, ακόμη. Οι παράξενες συντροφιές του στερεώματος θα μας κλείνουν το μάτι με νόημα, σφυρίζοντας παιχνιδιάρικα σε Ντο ή ό,τι άλλο, θυμίζοντάς μας διαρκώς πως τίποτα - μήτε και τ' άστρα - δε διαρκεί για πάντα. Και το τσαμπί ετούτο, που κρατούμε, είναι για τρύγο και μεθύσι. Όλα μαραίνονται κάποτε. Κι οι Φαύνοι που παραφυλούν Ναϊάδες πίσω απ' τη σκόνη των υπερκαινοφανών, και τα γλυπτά δάχτυλα που κυνηγούν πάνω στα πλήκτρα το τραγούδι των άστρων, κι οι ποιητές που υφαίνουν πυρήνες νετρονίων ξηλώνοντας τους εαυτούς τους, κι οι συνθέτες που δονούν ατμόσφαιρες αζώτου κι οξυγόνου με τις αρμονικές μιας έκρηξης ή της σιωπής, και τα σώματα που ελευθερώνονται απ' την ύλη, μετουσιώνονται και δραπετεύουν στα μονοπάτια των νετρίνων, όλα μαραίνονται και φθίνουν. Επιστρέφουν κάποτε τη στάχτη των άστρων, που δανείστηκαν για ν' ανασάνουν. Τι μένει τελικά; Ίσως τα πάντα, ίσως τίποτα. Ίσως, πάλι, μονάχα ετούτες οι αντηχήσεις των οργασμών, που υπήρξαμε κάποτε, να οργώνουν το Σύμπαν απ' άκρη σ' άκρη, φτιάχνοντας μια μουσική που δεν είναι ούτε για κάποιον, ούτε για κάτι ∙ μ' απλά είναι.

« Έτσι στον πυρωμένον άμμο επάνω να πλαγιάσω
Στόμα ανοιχτό προς τ’ άστρο που ωριμάζει τα κρασιά! »

Saturday, September 1, 2018

Ενός θανάτου Ντο [ Μέρος 1ο ]

Είναι το μυαλό τόσο παράξενο! Και γίνεται πιότερο παράξενο, όσο ομορφότερος ο Κόσμος γύρω του. Γίνεται τότε ακόρεστο, αλλά με μιαν έννοια τόσο μα τόσο όμορφη! Δε χορταίνει τούτη τη γλύκα των αισθήσεων, γλύκα που στέκεται στις αισθήσεις μόνο για μια φευγαλέα στιγμή κι έπειτα γλιστρά και γίνεται κατάσταση του νου και συνθήκη ύπαρξης. Γίνεται δίψα για ζωή, τόσο ασυνείδητα βαθιά, ίδια μ' εκείνη ενός αποπλανημένου βλέμματος. Ίδια παιδί, όταν απέναντι σε βιτρίνα βαρυφορτωμένη παιχνίδια, γνωρίζει καλά πως τίποτα δεν του ανήκει κι όμως με τρόπο περίεργο - μέσα στη φαντασία του - όλα του είναι οικεία από πάντα ∙ λες έχει ζήσει χιλιάδες ζωές, ήδη μαζί τους.

Όταν κάποτε το ρολόι μας επιτρέπει να ζήσουμε μια στάλα ελεύθεροι, εκείνο το διάστημα που ο νους δε δεσμεύεται απο τίποτα περισσότερο, πέρα από τον εαυτό του και τη φυσική του κούραση, τότε γίνονται δυνατές οι πιο παράξενες διαδρομές. Πίσω από κάθε στροφή κι ένα καινούργιο θαύμα. Αυτοί οι αναπάντεχοι συνειρμοί, που σ' εκπλήσσουν αλυσιδωτά σε κάθε βήμα, αν δε χαλιναγωγούνταν από τις μικρές ρωγμές της πραγματικότητας - ένα πιάσιμο της μέσης, μια κούραση των οφθαλμών, μια υπενθύμιση πείνας - θα μπορούσαν να σε παρασύρουν μίλια ή μέρες μακρυά από τον εαυτό σου, παντελώς αδιάφορο για την επιστροφή.

Όλες οι όμορφες ιστορίες, όπως κι αυτή της ίδιας της ζωής, ξεκινούν κάτω από κάποιο αστέρι - ή χάρη σ' αυτό. Έτσι και τούτη. Ξεκινά μ' ένα αστέρι από εκείνα που οι αστρονόμοι τα παίρνουν για μεγάλης μάζας - ας πούμε, κάπου 25 φορές τον Ήλιο μας. Τ' αστέρια αυτά πεθαίνουν τόσο πιο εντυπωσιακά, όσο πιο σύντομα κύλησε η ζωή τους. Παρασυρμένα από την ίδια τη φωτιά τους, ξεγελασμένα από τα τερατώδη μεγέθη τους, που μοιάζουν ανεξάντλητα, καταναλώνουν τα σωθικά τους ασυλλόγιστα, σα να μην ήταν αύριο. Με την αστοχασιά των εφήβων, σκορπούν τα πάντα στην αιωνιότητα του εφήμερου, δίχως φειδώ ή αναστολές. Όπως ακριβώς είναι η ζωή, πριν τη μαράνει η πρόνοια. Τούτοι οι αστέρες ζούνε δε ζούνε μερικά εκατομμύρια έτη, την ώρα που ο ταπεινός μας Ήλιος φιλοδοξεί τα 10 δισεκατομμύρια. Κάποτε, μέσα από μια διαδικασία που χρειάστηκαν δεκαετίες - αν όχι αιώνας - για να την κατανοήσουμε με κάποια αξιοπρέπεια, φτάνουν στο τέλος της ζωής τους με το μεγαλείο, ενός άφταστου καλλιτέχνη : δύσκολα ξεχωρίζει κανείς που σταματάει το ταλέντο και που αρχινά ο ναρκισσισμός. Καταδικασμένα κι αυτά στο ίδιο συμμετρικό δίπολο : από τη μια να βουλιάζουν στον υπέρπυκνο εαυτό τους κι από την άλλη να εκρήγνυνται σ' ένα καλειδοσκόπιο απαράμμιλης ομορφιάς και βιαιότητας.

Κάποια στιγμή, ο πυρήνας ενός παρόμοιου αστέρα γίνεται τόσο πυκνός, που οι αριθμοί χάνουν τα νοήματά τους. Δεν υπάρχει ανθρώπινη εμπειρία ικανή ν' αναμετρηθεί μαζί τους. Ο πυρήνας ετούτος στέκεται στο κατώφλι μιας μοναδικής μετεξέλιξης : θ' απομείνει ένας θαυμαστός φάρος του σύμπαντος, να μνημονεύει πώς κάτι υπέροχο συνέβη, κάποτε, στο σημείο που στέκεται σήμερα. Ίσως τον έχετε συναντήσει με τ' άλλο του όνομα : αστέρας νετρονίων ή πάλσαρ. Κι ωστόσο, ένα αστέρι δεν είναι μονάχα πυρήνας και μερικά ψιλά. Μάζες αδιανόητες περιστρέφονται ολόγυρά του. Σα δεν υπάρχει πια τίποτα να τις εμποδίσει, καταρρέουν ασυγκράτητες στο υπέρπυκνο κέντρο. Σ' ένα κέντρο τέτοιας απειροβαθούς πυκνότητας, στη φάση ετούτη, ώστε ασφυκτιά αβοήθητο, κάτω απ' το ίδιο του το βάρος. Δε του 'χει μείνει άλλο, απ' το να περιμένει αμέτοχο μια μοίρα των άστρων απαρέγκλιτη. Η ύλη καταρρέει, κάποτε, πάνω του με ταχύτητες που δεν περιγράφονται με τρόπους, μου 'μαστε μαθημένοι. Συγκρούεται με τον αμετακίνητο πυρήνα κι αναπηδώντας, κατά την αντίστροφη φορά, σαρώνει ό,τι βρει στο πέρασμά της. Οι επιστήμονες φαντάζονταν, μια φορά, ότι το ωστικό ετούτο κύμα είναι ο επιλυτικός μηχανισμός και η αιτία του θαύματος που καλούμε «Υπερκαινοφανής» - το κύκνειο άσμα, ενός αστέρα που «τά 'φαγε πια τα ψωμιά του». Στην πραγματικότητα, δεν είναι σωστό να λέμε ότι ένα αστέρι πεθαίνει, παρά καλύτερα πως αλλάζει μορφή. Κι ενώ οι αστέρες, καθαυτοί, διόλου δεν προβληματίζονται με τις ανθρώπινες λέξεις κι εκτινάσσονται στο διάστημα, μέσα σε μιαν υπέρλαμπρη έκρηξη, που ντροπιάζει ολάκερους γαλαξίες, οι επιστήμονες στη γης σβήνουν και ξαναγράφουν τις εξισώσεις τους κι άκρη δε βγάζουν.

Σύμφωνα με τους τελευταίους, το ωστικό κύμα εξαντλείται αναπάντεχα γρήγορα και δεν αντέχει, ούτε γι' αστείο, να φτάσει ίσαμε τα εξωτερικά περιβλήματα του άστρου, πόσο μάλλον να τα εκτινάξει. Η αναμέτρηση της μίας ύλης με την άλλη, αφήνει το κύμα ξεψυχισμένο, από πολύ νωρίς. Κι ενώ οι αληθινοί αστέρες αληθινά εκρήγνυνται, οι αστροφυσικοί παραμένουν να αιωρούνται αμήχανοι δυο βήματα απ' το νετρονικό πυρήνα. Η θεωρία που γοήτευσε για δεκαετίες τις διάνοιες, φιλοδόξησε κι επιμένει ακόμη πεισματικά να δώσει λύση, έχει να κάνει μ' εκείνα τα χαριτωμένα και γλιστερά νετρίνα. Μα, δίχως να μπούμε σε τίποτα μαθηματικούς δαιδάλους, ούτε με τούτα εντέλει γινότανε δουλειά : αφήναν τα κομπιούτερς ν' αγκομαχούν για μέρες και σαν επέστρεφαν, έμεναν να χαζεύουν απογοητευμένοι, ξανά και ξανά, το ωστικό κύμα να 'χει σκαλώσει λίγο πιο πέρα απ' τον πυρήνα, έτοιμο πάλι να καταρρεύσει.

Και να που επιτέλους, μια νέα ιδέα φάνηκε στο προσκήνιο. Μια θεωρία που φιλοδοξεί, με τη σειρά της, να αναζωογονήσει τα ωστικά κύματα, μαζί με τα ηθικά. Την ώρα που τα εξωτερικά στρώματα, λέει, καταρρέουν κι έχουν στριμώξει τον πυρήνα στην ξέπνοη αγκάλη τους, εκείνος - μη έχοντας πια άλλο να κάνει - αρχίζει να δονείται. Η ύστατη αυτή μαρμαρυγή, μιας καρδιάς που ξεψυχά, δεν είναι ούτε ασυντόνιστη, ούτε κι αόριστη : είναι ένα όμορφο τραγούδι. Είναι, καλύτερα, το μποέμικο σφύριγμα, μιας ατίθαση ψυχής που χαμογελώντας, αναγκάζεται να παραδεχτεί το αναπόφευκτο τέλος : μάγκες ήτανε όμορφα, μα ως εδώ. Υπέρπυκνος κι ετοιμοθάνατος, ο πυρήνας πάλλεται με μια συχνότητα 300 φορές το δευτερόλεπτο - ή πάνω κάτω. Τα ηχητικά ετούτα κύματα, ισχυρίζεται η καινοφανής επιστημονική ομάδα, έχουν ακριβώς την ενέργεια εκείνη, που απαιτείται. Το μονότονο τραγούδι αντιλαλεί στα σπλάχνα του άστρου, συντονίζοντας μια μικρή συνωμωσία. Σα φτάσει στο σημείο που πρέπει, μ' όλη τη συσσωρευμένη του ενέργεια, γίνεται κραυγή που ξεσηκώνει τα πλήθη - ή καλύτερα τις μάζες.

Την ξέρει καλά ετούτη τη συχνότητα ο άνθρωπος, μάλιστα της έχει δώσει κι όνομα : είναι η νότα ντο. Είναι ωραίο να σκέφτεσαι πως τ' άστρα πεθαίνουν τραγουδώντας. Κι εδώ ξεκινάει το δεύτερο ταξίδι μου, τούτη τη φορά όχι έτη φωτός μακρυά, παρά μέσα σε μένα τον ίδιο, που ενίοτε είναι το ίδιο. Ένας καταιγισμός συνειρμών, που δεν έμοιαζε να 'χει σταματημό κι όπως στα μάτια ενός παιδιού, τα πάντα φάνταζαν πρωτόγνωρα. Μα όλα ετούτα, στο επόμενο μέρος.