Tuesday, April 30, 2019

Εισαγωγή από «Το εκκρεμές του Φουκώ»

Εκδόσεις Γνώση
Μετάφραση : Έφη Καλλιφατίδη

1
ΚΕΤΕΡ (1)

Έτσι έγινε και είδα το Εκκρεμές.

Η σφαίρα αιωρείτο στο άκρο επιμήκους νήματος στηριγμένου στον τρούλο του χοροστασίου και έγραφε τις πλατιές ταλαντώσεις της με ισόχρονοη μεγαλοπρέπεια.

Εγώ ήξερα - αλλά και ο καθένας θα μπορούσε να το αντιληφθεί μες στη μαγεία εκείνης της ήρεμης ανάσας - ότι η περίοδος ρυθμιζόταν από τη σχέση ανάμεσα στην τετραγωνική ρίζα του μήκους του νήματος και σ' εκείνο τον αριθμό π που, με τρόπο παράλογο για τις γήινες διάνοιες, συνδέει αναπότρεπτα, χάρη στη θεία φρόνηση, την περιφέρεια με τη διάμετρο όλων των δυνατών κύκλων - ώστε ο χρόνος του ταξιδιού από τον ένα πόλο στον άλλο να είναι αποτέλεσμα μυστηριώδους συνωμοσίας των πιο άχρονων μέτρων, της μοναδικότητας του σημείου εξάρτησης, της δυαδικότητας, μιας αφηρημένης διάστασης, της τριαδικής φύσης του αριθμού π, του μυστικού τετραγώνου της ρίζας, της τελειότητας του κύκλου.

Ήξερα ακόμα ότι στη βάση και πάνω στην κάθετο από το σημείο εξάρτησης, ένας μαγνητικός μηχανισμός που έστελνε τις επικλήσεις του σ' έναν κύλινδρο κρυμμένο στο κέντρο της σφαίρας διασφάλιζε τη συνέχεια της κίνησης, τέχνασμα που είχε σκοπό να εναντιωθεί στις αντιστάσεις της ύλης, χωρίς να αντιτίθεται στο νόμο του Εκκρεμούς, αντίθετα μάλιστα, του επέτρεπε να καταδειχτεί, διότι στο κενό, οποιοδήποτε υλικό σημείο με βάρος, όταν εξαρτάται στο άκρο νήματος μη ελατού και αβαρούς, το οποίο δεν δέχεται τις ανιστάσεις του αέρα και δεν έχει τριβή στο σημείο εξάρτησής του, θα ταλαντούται αρμονικά ως την αιωνιότητα.


Η χάλκινη σφαίρα ανέδιδε χλομές λάμψεις, οι οποίες μεταβάλλονταν καθώς τη χτυπούσαν οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου που γλιστρούσαν μέσα από τα υαλοστάσια. Αν, όπως άλλοτε, μπορούσε να χαϊδέψει με την ακίδα της ένα στρώμα υγρής άμμου απλωμένης στο δάπεδο του χοροστασίου, θα χάραζε με κάθε της ταλάντωση ένα αχνό αυλάκι στο χώμα, και το αυλάκι, αλλάζοντας απειροελάχιστα κατεύθυνση κάθε στιγμή, θα πλάταινε όλο και περισσότερο με μορφή ρήγματος, κοιλότητας, αφήνοντας μας να μαντέψουμε μια ακτινοειδή συμμετρία - σαν σκελετό μιας μάνταλα, αόρατη δομή μιας πεντάλφα, ενός αστεριού, ενός μυστικού ρόδου. Όχι, μάλλον μια ιστορία καταγραμμένη στο αχανές μιας ερήμου, ίχνης που απέμειναν από αμέτρητα πλανόδια καραβάνια. Μια ιστορία αργόσυρτων μετακινήσεων επί χιλιετίες, ίσως έτσι να κινήθηκαν οι Άτλαντες της ηπείρου του Μου, μια επίμονη και κτητική περιπλάνηση, από την Τασμανία ως τη Γροιλανδία, από τον Αιγόκερω στον Καρκίνο, από την Νήσο του Πρίγκιπος Εδουάρδου στις Σβάλμπαρντ. Η ακίδα επαναλάμβανε, διηγόταν για άλλη μια φορά, σε καιρούς ανύποπτους, αυτό που είχαν κάνει από τη μια εποχή των παγετώνων ως την άλλη, και ίσως ακόμη να συνέχιζαν να κάνουν, αγγελιοφόροι των Κυρίων - ίσως, στη διαδρομή από τις Σαμόες ως τη Ζεμλιά, η ακίδα ν' άγγιζε , στη θέση της ισορροπίας της, την Άγκαρθ, το Κέντρο του Κόσμου. Και μάντευα ότι ένα ενιαίο σχέδιο συνέδεε την Άβαλον, την υπερβόρεια, με την ανταρκτική έρημο που κρύβει το άινιγμα του Άγιερς Ροκ.

Τη στιγμή εκείνη, στις τέσσερις το απόγευμα της 23ης Ιουνίου, το Εκκρεμές μετρίαζε την ταχύτητά του πλησιάζοντας στο ένα άκρο του επιπέδου ταλάντωσης, για να κατευθυνθεί και πάλι ράθυμα προς το κέντρο, ν' αποκτήσει ταχύτητα στα μισά της διαδρομής του και να χαράξει μια σταθερή σπαθιά στο μυστικό τετράγωνο των δυνάμεων, των οποίων το πεπρωμένο σημάδευε.


Αν έμενα περισσότερο κι αντιστεκόμουν στο διάβα των ωρών κοιτάζονας αυτό το κεφάλι πουλιού, αυτή την αιχμή μιας λόγχης, αυτή την ανεστραμμένη περικεφαλαία, καθώς χάραζε στο κενό τις διαγωνίους του, αγγίζοντας τ' αντιδιαμετρικά σημεία της αστιγματικής του περιφέρειας, θα έπεφτα θύμα μιας θρυλικής ψευδαίσθησης, διότι το Εκκρεμές θα μ' έπειθε ότι το επίπεδο ταλάντωσης θα εκτελούσε μία πλήρη περιστροφή και μέσα σε τριάντα δύο ώρες θα επέστρεφε στο σημείο εκκίνησής του διαγράφοντας μια πεπλατυσμένη έλλειψη - η δε έλλειψη θα περιστρεφόταν γύρω από το κέντρο της με ομοιόμορφη γωνιακή ταχύτητα, ανάλογη του ημιτόνου του γεωγραφικού πλατους. Πώς άραγε θα περιστρεφόταν αν το σημείο εξάρτησής του ήταν στην κορυφή του Ναού του Σολομώντος; Ίσως οι Ιππότες να αποπειράθηκαν κάτι τέτοιο και εκεί. Ίσως ο λογισμός, το τελικό νόημα, να παρέμενε το ίδιο. Ίσως το αβαείο του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών να ήταν ο πραγματικός Ναός. Ωστόσο, το πείραμα θα ήταν τέλειο μόνο στον Πόλο, στον μοναδικό τόπο όπου το σημείο εξάρτησης θα βρισκόταν στην ιδεατή προέκταση του άξονα της γήινης περιστροφής και όπου το Εκκρεμές θα πραγματοποιούσε τον φαινομενικό του κύκλο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες.

Ωστόσο, δεν είχα μπροστά μου μια περέκκλιση από το Νόμο, διότι, συν τοις άλλοις, ο Νόμος την προέβλεπε, δεν ήταν παραβίαση ενός χρυσού μέτρου ώστε το θαύμα να γίνει λιγότερο θαυμαστό. Ήξερα ότι η γη περιστρέφεται, κι εγώ μαζί της, και ο Άγιος Μαρτίνος των Αγρών, και όλο το Παρίσι μαζί μου, και περιστρεφόμασταν όλοι μαζί κάτω από το Εκκρεμές που στην πραγματικότητα δεν άλλαζε ποτέ τη διεύθυνση του επιπέδου του, διότι εκεί ψηλά, από το σημείο εξάρτησής του και πέρα, στην ιδεατή προέκταση του νήματος προς το άπειρο, ψηλά προς τους πιο απόμακρους γαλαξίες, βρισκόταν, αιώνια ακίνητο, το Σταθερό Σημείο.

Η γη περιστρεφόταν, μα ο χώρος όπου ήταν στερεωμένο το νήμα ήταν το μοναδικό αμετάβλητο σημείο του σύμπαντος.

Έτσι, λοιπόν, το βλέμμα μου δεν στρεφόταν στη γη αλλά εκεί ψηλά, όπου δοξαζόταν το μυστήριο της απόλυτης ακινησίας. Το Εκκρεμές μού έλεγε ότι μολονότι όλα κινούνταν, η υδρόγειος σφαίρα, το ηλιακό σύστημα, τα νεφελώματα, οι μαύρες τρύπες και όλα τα τέκνα της κοσμικής εκπόρευσης, από τα πρώτα θεία όντα ως την πιο ιξώδη ύλη, ένα μοναδικό σημείο περέμενε ιδεατός πείρος, σφήνα, γάντζος, και άφηνε το σύμπαν να κινείται γύρω του. Και τώρα εγώ συμμετείχα σ' αυτή την υπέρτατη εμπειρία, εγώ που επίσης κινιόμουν μέσα στα πάντα και μαζί τους, μπορούσα να δω Εκείνο, το Ακίνητο, το Φρούριο, την Εγγύηση, την ολόφωτη αχλύ που δεν είναι σώμα, δεν έχει σχήμα, μορφή, βάρος, ποσότητα ή ποιότητα, και δεν βλέπει, δεν νιώθει, δεν υποκύπτει στο συναίσθημα, δεν βρίσκεται σ' έναν τόπο, ή σε χώρο και χρόνο, δεν είναι ψυχή, διάνοια, φαντασία, γνώμη, αριθμός, τάξη, μέτρο, ουσία, αιωνιότητα, δεν είναι σκότος ούτε φως, δεν είναι λάθος και δεν ειν' αλήθεια.

St. Martin des Champs
@ Google Maps

Μ' επανέφερε στην πραγματικότητα ένας διάλογος, συγκεκριμένος και απρόθυμος, ανάμεσα σ' έναν νεαρό που φορούσε γυαλιά και σε μια νεαρή που δυστυχώς δεν φορούσε.

«Είναι το εκκρεμές του Φουκώ», έλεγε εκείνος. «Το πρώτο πείραμα έγινε στο υπόγειό του το 1851, έπειτα στο Αστεροσκοπείο, και στη συνέχεια κάτω από το θόλο του Πανθέου, με νήμα μήκους εξήντα επτά μέτρων και σφαίρα βάρους είκοσι οκτώ κιλών. Τέλος, από το 1855 βρίσκεται εδώ, με μειωμένες διαστάσεις, και κρέμεται από εκείνη την τρύπα στο κέντρο των σταυροειδών δοκών».

«Και τι κάνει, αιωρείται κι αυτό είναι όλο;».

«Αποδεικνύει την περιστροφή της γης. Επειδή το σημείο εξάρτησης παραμένει σταθερό...».

«Και γιατί παραμένει σταθερό;».

«Διότι ένα σημείο... πώς να σ' το πω... στο κεντρικό του σημείο, πρόσεξε καλά, κάθε σημείο το οποίο βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο των σημείων που βλέπεις, λοιπόν, αυτό το σημείο - το γεωμετρικό σημείο - δεν το βλέπεις, δεν έχει διαστάσεις, και ό,τι δεν έχει διαστάσεις δεν μπορεί να πάει ούτε δεξιά, ούτ' αριστερά, ούτε πάνω, ούτε κάτω. Επομένως, δεν περιστρέφεται. Κατάλαβες; Αν ένα σημείο δεν έχει διαστάσεις, δεν μπορεί και να γυρίσει γύρω από τον εαυτό του. Δεν έχει καν εαυτό...».

«Ούτε αν η γη γυρίζει;».

«Η γη γυρίζει, μα το σημείο δεν γυρίζει. Αν σ' αρέσει, αλλιώς παράτα με, εντάξει;».

«Και τι με νοιάζει; Δουλειά δική του είναι».

*

Αξιοθρήνητη. Είχε πάνω από το κεφάλι της τον μόνο σταθερό τόπο του κόσμου, τη μοναδική λύτρωση από την καταδίκη τού τα πάντα ρει, και νόμιζε ότι ήταν δουλειά δική Του και όχι δική της. Και πράγματι, το ζευγάρι σύντομα απομακρύνθηκε - εκείνος μορφωμένος από εγχειρίδια που του συσκότισαν τη δυνατότητα του θαυμασμού, εκείνη ασυγκίνητη, αδιάφορη μπροστά στο ρίγος του απείρου, χωρίς κανείς από τους δυο να καταγράψει στη μνήμη του την τρομερή εμπειρία εκείνης της συνάντησης - της πρώτης και τελευταίας - με το Ένα, το Αΐν-σοφ, το Άφατο (2) . Πώς να μην πέσεις στα γόνατα μπροστά στο βωμό της σιγουριάς;

Κοίταζα με δέος και τρόμο. Τη στιγμή εκείνη ήμουν σίγουρς ότι ο Τζιάκοπο Μπέλμπο είχε δίκιο. Όταν μου μιλούσε για το Εκκρεμές απέδιδα τη συγκίνησή του σε αισθητικό παραλήρημα, στον καρκίνο εκείνο που έπαιρνε αργά μορφή, άμορφος μες στην ψυχή του, μεταμορφώνοντας βήμα με βήμα, χωρίς ο ίδιος να το συνειδητοποιεί, το παιχνίδι του σε πραγματικότητα. Αν όμως είχε δίκιο για το Εκκρεμές, ίσως να ήταν αλήθεια και όλα τα υπόλοιπα, το Σχέδιο, η Παγκόσμια Πλεκτάνη, και έκανα καλά που ήρθα εδώ, παραμονή του θερινού ηλιοστασίου. Ο Τζιάκοπο Μπέλμπο δεν ήταν τρελός, απλώς είχε ανακαλύψει παίζοντας, μέσα από το Παιχνίδι, την αλήθεια.

Και η εμπειρία του Υπερφυσικού δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ δίχως να διαταράξει το νου.

Προσπάθησα τότε ν' αποστρέψω το βλέμμα ακολουθώντας την καμπύλη που από τα κιονόκρανα των ημικυκλικά διατεταγμένων κιόνων οδηγούσε κατά μήκος των νευρώσεων του θόλου στην κλείδα, επαναλαμβάνοντας το μυστήριο του τόξου που στηρίζεται σε μια απουσία, απώτατη στατική υποκρισία, και σε κάνει να πιστεύεις ότι οι κίονες ωθούν προς τα πάνω τα υποστηρίγματα του θόλου, και αυτά, ωθούμενα από την κλείδα, στερεώνουν στο έδαφος του κίονες, ενώ αντίθετα ο θόλος είναι τα πάντα και τίποτα, το αίτιο και αιτιατό ταυτόχρονα. Αντιλήφθηκα όμως ότι το να παραβλέπω το Εκκρεμές, που κρεμόταν από το θόλο, για να θαυμάσω το θόλο ήταν σαν να μην έπινα από την πηγή για να μεθύσω από την κρήνη.

Το χοροστάσιο του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών όφειλε την ύπαρξή του στο Εκκρεμές που υπήρχε χάρη στο Νόμο ∙ το ένα δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς το άλλο. Δεν διαφεύγει κανείς από το άπειρο, μου έλεγε, καταφεύγοντας σ' ένα άλλο άπειρο, δεν διαφεύγει κανείς από το ταυτόσημο με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να συναντήσει το διαφορετικό.

Αριχτεκτονικά στοιχεία γοτθικού ναού
(Οι μεταφράσεις κατά την άγνοια και ανευθυνότητα του γράφοντος)

Χωρίς ακόμα να μπορώ ν' αποτραβήξω το βλέμμα από τη κλείδα του θόλου, οπισθοχώρησα βήμα με βήμα - διότι μέσα σε λίγα λεπτά, από τη στιγμή που μπήκα, είχα μάθει απ' έξω τη διαδρομή, και οι μεγάλες μεταλλικές χελώνες που με περιστοίχιζαν ήταν αρκετά επιβλητικές ώστε να γίνονται αντιληπτές με την άκρη του ματιού μου. Διέσχισα όλο το κλίτος, προς την είσοδο, και για μία ακόμη φορά βρέθηκα αντιμέτωπος μ' εκείνα τα απειλητικά προϊστορικά πτηνά από τριμμένο ύφασμα και μεταλλικά καλώδια, μ' εκείνες τις επίβουλες λιβελλούλες που μια σκοτεινή θέληση τις κρέμασε από την οροφή του νάρθηκα. Τις αντιλαμβάνόμουν ως μεταφορές της γνώσης, πολύ πιο πλούσιες σε σημασίες και υπαινιγμούς απ' όσο τις παρίσταναν οι διδασκαλικές προφάσεις. Πτήση εντόμων και ιουράσιων ερπετών, αλληγορία των μακρινών μεταναστεύσεων που το Εκκρεμές συνόψιζε για άλλη μια φορά στη γη, άρχοντες, διαστρεβλωμένες απόρροιες, να! που πετούσαν κατά πάνω μου, με τα μακριά τους ράμφη σαν αρχαιοπτέρυγες, το αεροπλάνο του Μπρεγκιέ, του Μπλεριό, του Ενό, και το ελικόπτερο του Ντιφό.


Έτσι πράγματι μπαίνεις στο Ίδρυμα Τεχνών και Επιτηδευμάτων στο Παρίσι, αφού πρώτα έχεις διασχίσει μια αυλή του δέκατου όγδοου αιώνα, που εισχωρεί στο παλιό αβαείο το οποίο εντάχθηκε στο μεταγενέστερο συγκρότημα, όπως ακριβώς παλαιότερα ήταν εντεταγμένο στο αρχικό ηγουμενείο. Μπαίνεις και μένεις έκθαμβος μπροστά σ' αυτή τη συνωμοσία που ενώνει το απώτατο σύμπαν των ουράνιων τόξων με τον χθόνιο κόσμο των λούκουλλων των ορυκτελαίων.

Στο έδαφος απλώνεται η θεωρία των αυτοκινούμενων οχημάτων, δίκυκλα και ατμοκίνητα αμάξια, ψηλά αιωρούνται τα αεροπλάνα των πρωτοπόρων, σε μερικές περιπτώσεις τα αντικείμενα είναι ανάκατα, κι επίσης ξεφλουδισμένα, φθαρμένα από το χρόνο, και όλα μαζί φαίνονται μες στο θολό φως, μισό φυσικό, μισό ηλεκτρικό, σαν σκεπασμένα από πατίνα, απο βερνίκι παλιού βιολιού ∙ μερικά είναι απομεινάρια σκελετών, σασί, αποσυνδεδεμένες μπιέλες και μανιβέλες που σε απιειλούν με ανείπωτα μαρτύρια, έτσι όπως βλέπεις τον εαυτό σου σ' εκείνα τα κρεβάτια των ερίδων, όπου κάτι μπορεί να κινηθεί και να ψαχουλεύει τις σάρκες σου ώσπου να ομολογήσεις.

Και πέρα από αυτή την αλληλουχία των παλιών κινούμενων, και τώρα ακίνητων, αντικειμένων με τη σκουριασμένη ψυχή, απλών σημείων μιας τεχνολογικής υπεροψίας που θέλησε να τα εκθέσει στο σέβας των επισκεπτών, αριστερά από ένα άγαλμα της Ελευθερίας, σμίκρυνση εκείνου που ο Μπαρτόλντι είχε σχεδιάσει για έναν άλλον κόσμο, και δεξιά από το άγαλμα του Πασκάλ, ανοίγεται άγρυπνο το χοροστάσιο, όπου ως κορωνίδα των ταλαντώσεων του Εκκρεμούς βρίσκεται ο εφιάλτης κάθε άρρωστου εντομολόγου - δαγκάνες, γνάθοι, κεραίες, προγλωττίδες, φτερά, πόδια - , ένα κοιμητήριο μηχανικών πτωμάτων που θα μπορούσαν ν' αρχίσουν να λειτουργούν ταυτόχρονα - μαγνήτες, μονοφασικοί μετασχηματιστές, στρόβιλοι, μεταλλάκτες, ατμομηχανές, δυναμό - , και στο βάθος, πέρα από το Εκκρεμές, στο σκευοφυλάκιο, είδωλα ασσυριακά, χαλδαϊκά, καρχηδονιακά, πελώριοι Βάαλ με την κοιλιά πυρακτωμένη μέρα, παρθένες της Νυρεμβέργης με γυμνωμένη την ακανθωτή καρδιά τους, πράγματα που κάποτε υπήρξαν μηχανές αεροπλάνων - ανείπωτο αποκορύφωμα των ειδώλων που κείτονται λατρεύοντας το Εκκρεμές, σάμπως τα τέκνα του Λόγου και του Φωτός να είχαν καταδικαστεί να συνοδεύουν για πάντα το ίδιο το σύμβολο της Προδοσίας και της Γνώσης.

*

Και οι βαργεστημένοι τουρίστες, που πληρώνουν τα εννιά τους φράγκα στο ταμείο ή μπαίνουν δωρεάν τις Κυριακές, μπορούν άραγε να σκεφτούν ότι κάποιοι γηραιοί κύριοι του δέκατου ένατου αιώνα, με γενειάδα κιτρινισμένη από τη νικοτίνη, κολάρο τριμμένο και λιγδιάρικο, μαύρη γραβάτα δεμένη φιόγκο, ρεντιγκότα λεκιασμένη από ταμπάκο για μάσημα, δάχτυλα μαυρισμένα απο τα οξέα, μυαλό στυφό από ακαδημαϊκές ζηλοφθονίες, σκιώδη φαντάσματα που μεταξύ τους αποκαλούνταν «αγαπητέ δασκαλε», τοποθέτησαν αυτά τα αντικείμενα κάτω από τους θόλους χάρη σε μια ενάρετη επιθυμία επίδειξης, με σκοπό να ικανοποιήσουν του αστούς και ριζοσπάστες φορολογούμενους ή να δοξάσουν τα θαυμαστά κεφάλαια και επιτόκια; Όχι, όχι, ο Άγιος Μαρτίνος των Αγρών επινοήθηκε πρώτα ως ηγουμενείο και έπειτα ως επαναστατικό μουσείο, αυτή η συλλογή από μυστηριώδεις γνώσεις, αυτά τ' αεροπλάνα, αυτές οι αυτοκινούμενες μηχανές και οι ηλεκτρομαγνητικοί σκελετοί ήταν εκεί συντηρώντας έναν διάλογο του οποίου η διατύπωση μου διέφευγε.

*

Όφειλα τάχα να πιστέψω, όπως υποκριτικά μου έλεγε ο κατάλογος, ότι το θαυμαστό αυτό εγχείρημα επινοήθηκε από τους κυρίους της Συνέλευσης και είχε σκοπό να προσφέρει στις μάζες ένα ιεροφυλάκιο όλων των τεχνών και των επιτηδευμάτων, τη στιγμή κατά την οποία ήταν προφανές ότι το σχέδιο και οι λέξεις που το περιέγραφαν ήταν οι ίδιες που ο Φράνσις Μπέικον είχε χρησιμοποιήσει για να περιγράψει τον Οίκο του Σολομώντος της Νέας Ατλαντίδας του;

Ήταν δυνατόν μόνο εγώ - εγώ, ο Τζιάκοπο Μπέλμπο και ο Ντιοταλλέβι -  να έχουμε μαντέψει την αλήθεια; Εκείνο το βράδυ ίσως να μάθαινα ποια ήταν. Έπρεπε να καταφέρω να μείνω στο μουσείο, αφού θα είχε κλείσει, και να περιμένω τα μεσάνυχτα.

Δεν ήξερα από πού θα έμπαιναν Εκείνοι - υποπτευόμουν ότι μέσα στο δίκτυο των παρισινών υπονόμων κάποιος αγωγός συνέδεε ένα σημείο του μουσείου μ' ένα άλλο σημείο της πόλης, ίσως κοντά στην πύλη Σαιν Ντενί -, ωστόσο ήξερα με βεβαιότητα ότι αν έβγαινα δεν θα μπορούσα να μπω ξανά σ' αυτόν το χώρο. Κι επομένως, έπρεπε να κρυφτώ και να μείνω μέσα.

Προσπάθησα να ξεφύγω από τη μαγεία του χώρου και να κοιτάξω το νάρθηκα με ψύχραιμο βλέμμα. Τώρα δεν αναζητούσα πια μια αποκάλυψη, ήθελα μια πληροφορία. Υπέθετα ότι στις άλλες αίθουσες θα ήταν δύσκολο να βρω ένα χώρο και να ξεφύγω από τον έλεγχο των φρουρών (δουλειά τους είναι, μόλις κλείσει το μουσείο, να κάνουν το γύρο των αιθουσών και να προσέχουν μήπως έχει κρυφτεί κανένας κλέφτης), όμως, το κεντρικό αυτό κλίτος, το γεμάτο οχήματα, δεν ήταν μήπως το καλύτερο μέρος για να καταλύσω σαν ταξιδιώτης από μακριά; Να κρυφτώ ζωντανός μέσα σ' ένα νεκρό όχημα. Κοντά στα τόσα παιχνίδια που είχαμε κάνει, μπορούσαμε να δοκιμάσουμε κι αυτό.


Εμπρός ψυχή μου, μονολόγησα, μη σκέφτεσαι πια τη Γνώση: ζήτα βοήθεια από την Επιστήμη.

*

(1) Οι τίτλοι των δέκα κεφαλαίων του βιβλίου αντιστοιχούν στα δέκα σεφιρότ του Δέντρου της Ζωής, ένα καββαλιστικό σύστημα που παριστάνει διαγραμματικά κάθε εκδήλωση του σύμπαντος και της ανθρώπινης ψυχής. Κάθε σεφιράχ (πληθυντικός: σεφιρότ) αντιπροσωπεύει μια εξελικτική φάση και ονομάζεται Αγία Εκπόρευση. Το Κέτερ είναι η ανώτατη πηγή που τροφοδοτεί τα υπόλοιπα σεφιρότ μέχρι το Μαλκούτ, το βασίλειο της Γης. Σύμφωνα με την Καββάλα, το Δέντρο της Ζωής είναι η συμβολική παράσταση του θεϊκού υποσυνείδητου και της δημιουργίας του σύμπαντος.

(2) Σύμφωνα με τους καββαλιστές, το δεύτερο από τα τρία επίπεδα της Ανεκδήλωτης ή Αρνητικής Ύπαρξης (ή αλλιώς τα τρία Πέπλα που κρύβονται πίσω από το Κέτερ).


Υστερόγραφο

Τα προηγούμενα, σύμφωνα με το συγγραφέα, λαμβάνουν χώρα «στις τέσσερις το απόγευμα της 23ης Ιουνίου», μάλιστα «παραμονή του θερινού ηλιοστασίου». Τούτο σημαίνει πως ο Έκο τοποθετεί το θερινό ηλιοστάσιο την 24η του Ιούνη, αντί του ορθού δυο μέρες νωρίτερα. Όσο κι αν γύρεψα δε συνάντησα την παραμικρή εξαίρεση, την παραμικρότερη αστρονομική στρογγυλοποίηση ή δεκαδική αναγκαιότητα - πολύ πριν από το Γρηγοριανό του '23 - η οποία θα μπορούσε να εκτροχιάσει την ημερομηνία ετούτη πέραν της 22ας Ιουνίου. Κοινό παρόραμα - ακόμα κι ενός γίγαντα όπως ο Έκο - ή εκούσιος σημειολογικός γρίφος;

Monday, April 29, 2019

Άνεμος, νερό, πέτρα

Στον Ροζέ Καγιουά (Roger Caillois)

Το νερό τρυπάει την πέτρα,
ο άνεμος σκορπίζει το νερό,
η πέτρα ανακόπτει τον άνεμο.
Νερό, άνεμος, πέτρα.

Ο άνεμος σμιλεύει την πέτρα,
η πέτρα είναι αγγείο του νερού,
το νερό το σκάει και είναι άνεμος.
Πέτρα, άνεμος, νερό.

Ο άνεμος στους στρόβιλούς του τραγουδάει,
το νερό στον πηγαιμό του μουρμουράει,
η πέτρα ακίνητη σωπαίνει.
Άνεμος νερό, πέτρα.

Το καθετί είναι άλλο τι και τίποτα:
ανάμεσα στα κενά τους ονόματα
περνούν και εξαφανίζονται
νερό, πέτρα, άνεμος.

Octavio Paz

Μετάφραση : Γιώργος Κεντρωτής 

Πώς ν' αγαπάς μια μαύρη τρύπα

Κάθε φορά που μιλά κανείς στο ευρύ κοινό για μαύρες τρύπες, φορτώνεται αναπόφευκτα το χρέος να πληροφορήσει τους ακροατές του για την αιτία του ερέβους. Στο πρωτάκουσμα ετούτο, τα όρια μεταξύ επιστήμης και λογοτεχνίας, αίφνης, καταρρέουν. Ένα αντικείμενο, απ' όπου μήτε το φως δε μπορεί να δραπετεύσει, δε μπορεί να είναι ένα αντικείμενο της επιστήμης, παρά μόνο εφαπτομενικά. Δε μπορεί παρά να είναι ένα αντικείμενο, πλασμένο απ' το κονίαμα της μεταφοράς και την αρματωσιά της ποίησης. Ένα μικρό παιδί (όχι ολοκληρωτικά αλλοτριωμένο, ακόμη, απ' τη συνήθη πνευματική φτώχεια κι οκνηρία των γονέων - απ' όπου, παρεμπιπτόντως, το φως επίσης δε μπορεί να δραπετεύσει) στέκει μπροστά στη διαπίστωση ετούτη, πως δηλαδή το φως δαμάζεται, με το στόμα ανοιχτό σα χάνος. Δίχως να καταλαβαίνει ακριβώς περί τίνος πρόκειται, αντιλαμβάνεται ωστόσο μονομιάς στα σωθικά του πως τούτο είναι ένα μυστήριο, που ξεπερνά το νου και τις συνηθισμένες προβολές του ανθρώπου στην οικεία, γύρω του, φύση. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα βαπτίσματα του παιδιού στην αληθινή ποίηση, αφήνοντας τα «Λόλα, να ένα μήλο» και τις αήθεις εθνικές ρίμες στ' αζήτητα του σκουπιδοτενεκέ. Θυμάμαι τον εαυτό μου, πολύ πριν συνειδητοποιήσω τη φύση του φωτός ή την χωροχρονική καμπυλότητα, να λαβώνεται γλυκά από τούτη την τρομερή αποκάλυψη, η οποία δεν έβρισκε πάτημα στον άπειρο κι αδούλευτο ακόμα νου. Πώς γίνεται, λοιπόν, να μη μπορεί το φως να δραπετεύσει; Πως γίνεται να ταπεινωθεί το φως εκείνο, το οποίο μέσα στη κοινή εμπειρία ενός καταμεσήμερου τ' Αυγούστου, κυριαρχούσε και υπέτασε όλη την πλάση; Πώς γίνεται ν' ακυρωθεί η ουσία εκείνη, η οποία μέσα απ' την κοινή εμπειρία μιας ανοιξιάτικης ανάστασης, γονιμοποιούσε και ζωοποιούσε όλη την έκταση των αισθήσεων;

Και να που μεγαλώσαμε κι η ατάκα εκείνη, που τότε γνώριζαν πέντε με δέκα άτομα, γίνηκε σήμερα λόγος τετριμμένος και πρωτοσέλιδο ειδήσεων. Παίζει το ρόλο του, βεβαίως, που έφυγαν από κοντά μας ένα σωρό (αγαπημένοι κατά τ' άλλα) γιαγιάδες και παππούδες, παίρνοντας μαζί τους το σταυροκόπημα και το λιβάνι, απολυμαίνοντας την κοινωνία από μια μορφή γνωστικής αφέλειας. Παίζει το ρόλο του, βεβαίως, που γέμισε ο κόσμος με πτυχία, πράγμα που 'ναι ένας πρόχειρος τρόπος να πεις : ανθρώπους περισσότερο καλλιεργημένους σ' ένα συγκεκριμένο είδος μόρφωσης - όχι απαραίτητα στο ήθος. Παίζει το ρόλο του ακόμη που κάποτε άνοιγες το πατζούρι με το χέρι, μα τώρα πατάς το διακόπτη μήπως κι ιδρώσει η μασχάλη σου - πράγμα που σημαίνει πως η «διαστημική» τεχνολογία θρονιάστηκε πια και στις πιο ταπεινές λεπτομέρειες της ζωής. Οι μαύρες τρύπες γίνηκαν πια τόσο συνηθισμένες, που τις χρησιμοποιούμε ακόμη και στα ελλείμματα του δημοσίου, ώστε να καταλαβαίνουμε όλοι αμέσως το κακό που μας βρήκε, δίχως φλυαρίες και τεχνική ορολογία. Μία στις δέκα, βέβαια, το «δημόσιο έλλειμμα» να σημαίνει κακοδιαχείρηση. Στις υπόλοιπες εννιά υπονοείται πως καποιανών το χέρι ήταν μακρύτερο. Έτσι, αντιστρέφοντας και πάλι τα νοήματα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η μαύρη τρύπα δεν είναι παρά ένας πονηρός κατεργάρης του σύμπαντος, που μας κλέβει ασύστολα κι ατιμώρητα το φως.

Πρώτη φορά που η μαύρη τρύπα έπαψε να 'ναι απλά μια λέξη ή μια μεταφορά, αλλά αντικείμενο απτό του διαστήματος, υποκείμενο σε πιο συνηθισμένες κανονικότητες - η πρώτη που θυμάμαι κι η πρώτη που μπορώ να φανταστώ - ήταν στην ταινία «The Black Hole» της Disney, είτε εναλλακτικά σε κάποια από τις εκπομπές του αγαπημένου τηλεπαιχνιδιού, που τιμά ο τίτλος αυτού του blog. Στην ταινία της Disney έγινα για πρώτη φορά μάρτυρας της χωροχρονικής καμπύλωσης, την ίδια εποχή που τα «Star Wars» είχαν με την επιστήμη τόση σχέση, όση είχαν τα παραμύθια της Χαλιμάς. Μια μυθοπλασία, ωστόσο, που εξαντλείται στον εαυτό της μπορεί να εντυπωσιάζει το επιφανειακό στρώμα του νου, αλλά αφήνει το βαθύτερο μέρος εξίσου στείρο και άνυδρο με πριν. Η μυθοπλασία, ωστόσο, που πατά σε μιαν επιστημονική αφορμή και για να μην είμαστε άδικοι, εξίσου σε μιαν αφορμή ηθική, κοινωνική, πολιτική - δηλαδή η μυθοπλασία που 'ναι συνάμα αλληγορία - βοηθά, με τρόπο μαγικό και ειδικά το παιδί, ν' αποκτήσει μια αντίληψη της θέσης του στον κόσμο.

Στα χρόνια που ακολούθησαν γραμμικά, τα ερεθίσματα έπιασαν ν' αυξάνονται εκθετικά : τα μεταξύ επιστήμης και παρα-επιστήμης «Αινίγματα του Σύμπαντος» και το «Ανεξήγητο», μικρός θησαυρός της πρώιμης εκείνης εποχής, τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα των Κλαρκ κι Ασίμοφ (παραδόξως πώς, ο Βερν ουδέποτε κατάφερε να μιλήσει στην καρδιά μου), το νεότερο Star Trek τ' οποίο ασχολούνταν λιγότερο με τα αισθηματικά σουξέ του καπετάνιου του και περισσότερο μ' επιστήμη, ηθική κι εξω-βιολογία, το σχολικό βιβλίο Αστρονομίας ή τ' αστρονομικά περιοδικά που ξέκλεβα στο διάλειμμα, από 'να ράφι του φροντιστηρίου, όλα ετούτα και πολλά ακόμη που ξεχνώ, έπλεκαν σιγά-σιγά το υφαντό εκείνου του αισθήματος, που έμελλε να γίνει αργότερα βαθιά αγάπη για το Σύμπαν που μας περιβάλλει. Θραύσμα το θραύσμα, λοιπόν, η μία γνώση με την άλλη, έχτιζαν με τα χρόνια ολοένα και πιο συμπαγή την αντίληψη αυτού του ασύλληπτου πλάσματος, που απ' το 1960 κι έκτοτε έμεινε γνωστό ως «Μαύρη Τρύπα».

Black Hole @ Interstellar

Έτσι, χρόνια μετά, η ταινία «Interstellar» δεν εμφανίστηκε ως κερανός εν αιθρία - ούτε για μένα, ούτε για κανέναν επιστήμονα - και άρθρα όπως ετούτο , κατά τη γνώμη μου, κάνουν πολύ ντόρο για το τίποτα. Από χρόνια κυκλοφορούσαν ένα σωρό προσομοιώσεις - προφανώς, πολύ ταπεινότερων terrabytes - για όσους φυσικά ενδιαφέρονταν και ψάχνονταν. Κάτι που ήταν ασφαλώς αναμενόμενο, αν αναλογιστεί κανείς πως οι εξισώσεις του Αϊνστάιν βαστούνε πια περισσότερο από αιώνα ζωής, ενώ η τεχνολογία των υπολογιστών κοντεύει να τον κλείσει. Αν αφήσει κανείς στην άκρη το κινηματογραφικό marketing και την απαραίτητη προώθηση, αν αφήσει κανείς στην άκρη τα εντυπωσιακά τριδιάστατα εφέ και το ενεργοβόρο rendering, που θα μπορούσαν να μειωθούν στο ένα δισεκατομμυριοστό αν δεν ήταν να καταλαμβάνουν μια γιγαντο-οθόνη, θ' αρκούσαν μερικά ταπεινά gigabytes για να εξηγήσει κανείς, το ίδιο πράγμα. Μου φαίνεται απλά αδιανόητο, σε μια εποχή όπου το ένα υπολογιστικό μοντέλο έχει ήδη φτάσει τα όρια ερμηνείας του, την ίδια στιγμή που οι επικριτές του έχουν βάλει σ' εφαρμογή το επόμενο, πως θα περίμεναν οι αστροφυσικοί κι ο Thorpe τον κάθε Nolan, προκειμένου ν' αντιληφθούν ή να οραματιστούν κάτι απ' το θαυμάσιο αίνιγμα της ουράνιας μηχανικής. Μα το αντίθετο, ακριβώς, συμβαίνει κι είναι οι Nolan τις μεγάλης οθόνης εκείνοι, ο οποίοι έχουν ανάγκη και συχνά δανείζονται την έμπνευση, από τους ανεξάντλητους ερεθισμούς της επιστήμης.

Black Hole @ M87
M87 VS Interstellar

Και να που επιτέλους στέκει, για πρώτη φορά απέναντί μας και σε όλο της το μεγαλείο, μια μαύρη τρύπα «αληθινή». Θα πρέπει να παραδεχτούμε πως το αποτέλεσμα είναι λιγότερο εντυπωσιακό, από εκείνο που πραγματικά απεικονίζεται και, μ' άλλα λόγια, η εικόνα αδικεί το εικονούμενο. Πώς να επαναφέρει, λοιπόν, κανείς τις σωστές τάξεις μεγεθών, αποκαθιστώντας τις αναλογίες; Πιστεύω εργαζόμενος σε δύο πόλους. Από τη μία, να μελετήσει τη φύση ετούτων των παράδοξων αντικειμένων - αν δεν το έχει κάνει ήδη - μέσα απ' τη διήγηση των εξισώσεων, διήγηση που 'χει πια εκλαϊκευτεί από χιλιάδες στόματα. Έτσι δεν απαιτείται να 'χει σπουδάσει κανείς την αστροφυσική, ώστε να ξεκλέψει ένα μέρος της μαγείας της. Κι από την άλλη, παρακολουθώντας τις πολυμήχανες κι ακούραστες μεθόδους του ανθρώπινου νου, στο πάλεμά του ν' αποκαλύψει το απροσπέλαστο, υπερνικώντας τη φυσική αδυναμία και την απομόνωση που του επιβάλλει το σύμπαν. Είναι θαυμάσιες διηγήσεις και οι δυο, που μπλέκονται μεταξύ τους, συναρμολογώντας μια κοινή, πανανθρώπινη αντίληψη - ίσως και γνώση, στο βαθμό που η ανθρώπινη περιγραφή δανείζεται κάτι απ' την αληθινή φύση των πραγμάτων και δεν παραμένει απλά μια χρήσιμη αυταπάτη.

Με τον τρόπο αυτό, ο άνθρωπος που αδυνατεί να συλλάβει τις αληθινές διαστάσεις των τιτάνων, γιατί δεν βρίσκει μαζί τους κοινό μέτρο, μπορεί να στρέψει την προσοχή του σ' εκείνα με το οποία διάγει σύμμετρος, δηλαδή την ακατασίγαστη επιμονή, την ευφυΐα και τις τέχνες του ανθρώπου. Κι αν του φανεί μεγαλειώδης ετούτη η ομορφιά και η ευγένεια του ταπεινότερου, ας πολλαπλασιάσει το αίσθημα στις δυνατότητες που αντέχει η φαντασία του. Με τέτοιες προσεγγίσεις και όχι ευθέως κι ανεξάρτητα, καταφέρνει ο νους να συμμετάσχει στο ανέφικτο μεγαλείο καθαυτό. Για χάρη, λοιπόν, ετούτης της δεύτερης διήγησης - διήγησης της μεθόδου (ή μιας μεθόδου) - ας σωπάσω επιτέλους εγώ κι ας την αφήσουμε να ξεδιπλωθεί μέσα από το φως ενός νέου και απολαυστικού ανθρώπου, από εκείνους που πρωτοστάτησαν στη σύλληψη και διαμόρφωσή της ...

Katie Bouman @ TEDx Talks

Sunday, April 14, 2019

Ακτινοβολία Bouman

Σε καιρούς τέτοιους, που δύσκολα βρίσκεται οτιδήποτε ικανό να εντυπωσιάσει ένα νου κουρασμένο από την υπερπροσφορά αισθημάτων, στάθηκα απέναντι σε τούτη τη νέα είδηση - την πρώτη φωτογραφία μιας μαύρης τρύπας - με την έκπληξη ενός ανθρώπου κορεσμένου, δηλαδή με κυνισμό και καθυστέρηση. Σαν το πήρα απόφαση, ωστόσο, κι άνοιξα το σύνδεσμο με το μεγάλο νέο, η μαύρη τρύπα δεν ήταν πια εκεί ή μπορεί και να 'παψε πια να μ' ενδιαφέρει κι έτσι, από την πρώτη εκείνη ανάγνωση, δε θυμάμαι το παραμικρό. Αντιθέτως, θυμάμαι και θα θυμάμαι για καιρό το μόνο που στεκόταν εκεί σημαντικό, απαράμιλλο σε ομορφιά και ειλικρίνεια (που για κάποιους είναι το ίδιο) : εκείνο το λαμπερό (σε όλα τα μήκη αισθήματος) κοριτσίστικο χαμόγελο, που ακτινοβολούσε με τη δύναμη δισεκατομμυρίων ήλιων και καθιστούσε αδιάφορη την όποια ανακάλυψη, ακόμα κι αν η τελευταία στεκόταν ικανή την επομένη να σώσει τον άνθρωπο απ' τη μοίρα του. Ή μάλλον, πιο σωστά, η όποια ανακάλυψη δεν ήταν ακριβώς αδιάφορη, μ' αποκτούσε νόημα και σημασία όχι per se, παρά γιατί στάθηκε η αφορμή να λάμψει το χαμόγελο ετούτο και να μπει σε τροχιά γύρω απ' τον κόσμο.

Γιατί έτσι είναι στη φύση της ανθρώπινης πράξης, να 'χει αφετηρία το συναίσθημα και όχι την καθαυτό αξία των αντικειμένων της. Στο κάτω-κάτω, ελλείψει θεϊκού σημείου αναφοράς, κανένα «αντικείμενο» δεν έχει αξία καθαυτό κι η πρόταση καταντά φαύλα ασυναρτησία. Μα τούτο το απέραντο, χορταστικό χαμόγελο, τόσο παράταιρο με το περιεχόμενο του άρθρου, έκανε το επιστημονικό εργαστήριο να μοιάζει με κυριακάτικη εκδρομή και παιδική έκρηξη χαράς - κι όλοι το ξέρουμε ότι το σύμπαν υποκλίνεται πάντα, μπροστά σ' ένα παιδί. Η βαρύτητα του χαμόγελου, απορρόφησε μεμιάς τη μάζα της ταπεινωμένης μαύρης τρύπας, διέλυσε τον ορίζοντα γεγονότων σε μια διακεκομμένη γραμμή, από λαμπερά δόντια και χείλη, επιστρέφοντας πίσω στον κόσμο όλο το φως που η μαύρη τρύπα καταχράστηκε τόσον καιρό.

Σίγουρα δεν είμαι ο μόνος, που στάθηκε μπροστά σ' αυτή τη μαγεία που 'ναι, ώρες-ώρες, ο άνθρωπος μα είναι ο τόπος και ο χρόνος της δικής μου κατάθεσης. Αν δεν το καταλάβατε, λοιπόν, ετούτη δεν είναι μια ανάρτηση για την πρώτη φωτογραφία μιας μαύρης τρύπας, αλλά για το πρώτο χαμόγελο που προκάλεσε και, στο εξής, καμία είδηση γι' αυτούς τους αδηφάγους ή ντροπαλούς τιτάνες του σύμπαντος δε μπορεί να 'ναι ξέχωρη και αλώβητη, απ' το ζεστό χαμόγελο ετούτου του χαριτωμένου ξωτικού.

Katie Bouman

Thursday, April 4, 2019

Trio Proxima

Μια μικρή σύγχυση, περί του ποιος είναι ποιος, με ώθησε να σκύψω πρόσφατα και πανω από αυτό το πρόβλημα : τι συμβαίνει, επιτέλους, με τον Άλφα του Κενταύρου; Μην είναι δυο, μην είναι τρεις, μην είναι χίλιοι δεκατρείς; Άλλος ο «Άλφα» κι άλλος ο «άλφα»; Και πόσοι Proxima υπάρχουν πια, ένας ή παραπάνω; Φυσικά, υπάρχει πάντα η Wikipedia , μα είναι σωστό και τούτο : όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει. Η Wikipedia λέει πολλά κι είναι γραμμένη από ράκη, αντίς από μεράκι. Δεν είναι κακό, αλλά γιατί να επιλέξεις αυτό το συνονθύλευμα, όταν υπάρχει ετούτη η υπέροχη ανάρτηση (!!!), όπου τα πάντα ξεδιπλώνονται λιτά και μετρημένα κι η οποία είναι μπολιασμένη, απ' την αγάπη και την προσωπική εμπειρία αυτού που γράφει; Θα μου πεις, ωραία τα λες κουμπάρε, μα τότε ποιος ο λόγος, να κάτσουμε να διαβάσουμε τις δικές σου φλυαρίες; Ειλικρινά, κανένας απολύτως! Γράφω, απλά, για πάρτη μου και γιατί δεν έχω τηλεσκόπιο.

Είναι γνωστό κι ας το παίζω αδαής, πως το πεζό «α» υποδηλώνει, σε κάθε αστερισμό, τον λαμπρότερο αστέρα του ∙ και πάει λέγοντας, με τα υπόλοιπα γράμματα της αλφαβήτου, κατά φθίνουσα τάξη λαμπρότητας. Έτσι, για παράδειγμα, ο «α Μικρής Άρκτου», ο γνωστός μας Πολικός Αστέρας, είναι το πιο λαμπρό αστέρι της Μικρής Άρκτου και ρεγουλατόρος του ιλίγγου μας, ενώ ο «α Λύρας», γνωστός κι ως Βέγας, είναι το πιο λαμπρό αστέρι της Λύρας κι έχει παίξει και στο Χόλιγουντ, στο πλευρό της Τζόντι Φόστερ. Πήγα, τώρα, να γράψω κι ότι ο «α Ωρίωνος», γνωστός κι ως Betelgeuse (στα ελληνικά ... Βετελγόζης!) είναι το πιο λαμπρό αστέρι του Ωρίωνα, αλλά - θα γελάσετε! - τελικά δεν είναι ∙ είναι το ... δεύτερο. Έπεσα κι εγώ απ' τα σύννεφα! Γιατί συμβαίνει τούτο, φυσικά, είναι μεγάλο θέμα και δεν είναι της παρούσης. Υπάρχει, τέλος, κι η Αλίκη Βουγιουκλάκη που 'ναι το πιο λαμπρό αστέρι του Καραγιάννη-Καρατζόπουλου, αλλά ούτε κι ετούτη είναι της παρούσης.

Ο αστερισμός του Κενταύρου είναι, γενικά, λιγάκι αντικοινωνικός, για το γεωγραφικό μας πλάτος και σκάει μύτη, ούτ' ο μισός, κάπου χαμηλά στο Νότο. Αν είναι κανείς τυχερός και δεν είναι στη μέση κανά πεύκο ή αυθαίρετο ξενοδοχείο, το πολύ-πολύ να πετύχετε (χωρίς παρεξήγηση) τον Γάμμα του ∙ για τον Άλφα, ούτε συζήτηση. Αν θέλετε να δείτε προκοπή, χρειάζεται να κατεβείτε νοτιότερα, πολύ πιο κάτω κι απ' το Κάιρο ή τη Γκίζα και τις πυραμίδες της, όπου - ακόμη κι εκεί - τ' αστέρι που γυρεύουμε, ίσα που ξύνει τον ορίζοντα. Στο νότιο ημισφαίριο, ωστόσο, τους έχουν σε μεγάλη περιοπή, τούτους τον Άλφα και τον Βήτα του Κενταύρου κι είναι, να πούμε, σα το βελάκι που σου δείχνει πού βρίσκεσαι στο χάρτη. Μόνο που ετούτοι δείχνουν που βρίσκεται ο Σταυρός του Νότου, γιατί παλιά τον χάνανε εύκολα οι ναυτικοί και καταλήγανε στο Μασούτη, αντί στο Σκλαβενίτη. Δεν έχει χρεία, βέβαια, ο Άλφα Κενταύρου, από τέτοια φτηνά κόλπα, προκειμένου να γίνει γνωστός. Πρώτον, γιατ' είναι το τρίτο λαμπρότερο αστέρι στο στερέωμα, μετά το Σείριο και τον Κάνωπο - δηλαδή θέλει προσπάθεια να μη τονε προσέξεις - και, δεύτερο, γιατί είναι το κοντινότερο αστέρι στον δικό μας μάγκα, τον Ήλιο τον Ηλιάτορα, τον πλανητο-βιγλάτορα.

Τούτο το κενταυροπαίδι, κάθε που βγαίνει με τους φίλους γι' αστερότσαρκες, δεν το φωνάζουν Άλφα του Κενταύρου, ούτε κύριε Henry 128620J. Τούτα είναι επίσημοι τίτλοι, σα να λέμε τα επαγγελματικά του ονόματα. Για τους φίλους είναι απλά ο Rigil. Ορθότερα είναι να λέμε Rigil Kentaurus, αλλά μη σκάτε, γιατί στην ονοματοθεσία ετούτη χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Αλλού θα τον διαβάσετε και Rigel Kentaurus. Τι σχέση έχει αυτό με τον άλλο Rigel του Ωρίωνα; Καμία απολύτως, πέραν δηλαδή απ' την απλή συνωνυμία : και τα δύο πατούνε στην ίδια αραβική ρίζα που σημαίνει «πόδι» και δεν τη μεταφέρω εδώ, γιατί όπως θα μπει απ' το 'να αυτί, έτσι θα βγει απ' τ' άλλο. Μ' άλλα λόγια, τελικά, «rigel» σημαίνει «rigil» και τ' ανάστροφο. Τι να πει κανείς!; Άβυσσος η ψυχή του Άραβα. Μπορεί rigel να 'ταν το δεξί το πόδι και rigil το αριστερό. Σύγχυση προκαλεί, επίσης, το γεγονός πως σ' άλλους χάρτες διαβάζεις Άλφα Κενταύρου και σ' άλλους Rigel Kentaurus, όπου σε κάθε περίπτωση (στο χάρτη) εννοείται το αυτό. Όπως ακριβώς τσακώνονται, ενίοτε, και τα ζευγάρια, που λένε τελικά το ίδιο πράμα, αλλά δεν έχει καμία σημασία, αφού σημασία έχει ο καυγάς.

Απορώ, τώρα, που στην Ελλάδα δεν τον βαφτίσανε ακόμη Ρίγηλο ή Ρίγελο (ή Περίγελο), κατά το Βετελγόζη κι άλλες ελληνοπρεπείς ασυναρτησίες. Με μια πρόχειρη ματιά - δηλαδή γυμνή, που' ναι ό,τι πιο πρόχειρο έχει ο άνθρωπος - τούτος ο Ρίγηλος δεν είναι παρά σα τα περισσότερα αστέρια : μια χοντρή πυγολαμπίδα που φέρνει βόλτες, γύρω-γύρω. Κι έτσι θα τελειώναν όλα, άμα δεν είχε γεννηθεί ο Γαλιλαίος κι άφηνε τα τηλεσκόπια στην ησυχία τους. Μα σα τόνε κοιτάξεις καλύτερα, τότε είναι που ξεκινούνε τα προβλήματα. Μ' ένα ζευγάρι κυάλια ή μ' ένα χτύπημα των πλήκτρων, διαπιστώνει κανείς εύκολα πως ο μπαγάσας Rigil δεν είναι ένας αλλά δύο - ζωή να 'χουν! Κι ακόμα χειρότερα, αν έχεις τηλεσκόπιο ή στο ψιθυρίσουν μυστικά : ούτε καν δύο, ο Rigil είναι τρεις! Έτσι τίθεται το παρακάτω θεμελιώδες ερώτημα (που 'ναι κατ' αναλογία τριπλό) : ποιος απ' τους τρεις είναι ο Rigil ο αληθινός, ποιος ο Rigil ο κοντινός και ποιος Rigil που μας περισσεύει;


Στην πραγματικότητα, ο Άλφα του Κενταύρου είναι ένα τριπλό σύστημα, το οποίο αποτελείται από τρεις αστέρες : δυο βασικούς συν ένα μικρούλη δώρο, τους οποίους ξεχωρίζουμε ως Α, Β και C (ή άμα προτιμάτε Γ). Συνεπώς, είναι σωστό να λέμε πως ο «α του Κενταύρου» αποτελείται από τους «α Κενταύρου Α», «α Κενταύρου Β» και «α Κενταύρου Γ». Στην ελληνική Wikipedia , το άρθρο βασίζεται πιθανότατα σε παλαιότερα στοιχεία κι έτσι αφήνεται να εννοηθεί ότι ο τρίτος, ο μικρότερος, δεν είναι διαπιστωμένο μέλος, πράγμα που σημαίνει ότι θα μπορούσε ή να 'χει, απλά, ελλειπτική τροχιά με τεράστια εκκεντρότητα ή ακόμα και να 'ναι κάνας άσχετος, περαστικός. Ούτε χρόνο πριν, ωστόσο, διαβάζουμε στον ιστότοπο της NASA πως «The third member, Alpha Cen C (also known as Proxima), is a much smaller red dwarf star that travels around the AB pair in a much larger orbit that takes it more than 10 thousand times farther from the AB pair than the Earth-Sun distance». Προσωπικά, προτιμώ να συμμορφωθώ με τη NASA, παρά με την ελληνική Wikipedia, κι ως εκ τούτου οφείλω, κάθε φορά που θα μιλώ για τούτο το θέαμα, να φαντάζομαι μια τρίτεκνη φαμίλια, αποδίδοντας κάθε τιμή και κάθε κοινωνικό επίδομα.

Τώρα, για να λέμε τα πράματα με τ' όνομά τους, πρέπει να επισημάνουμε πως με το παλαιότερο όνομα Rigil, που κατείχε το σύμπλεγμα, αναφερόμαστε σήμερα μόνον στον «α Α». Θαρρώ, καλύτερα να λέμε «α Κενταύρου» για το σύμπλεγμα και Rigil για τον «α Κενταύρου Α», να τελειώνουμε. Κι ο «α Β», ωστόσο, έχει παρατσούκλι και τόνε φωνάζουν Toliman, το οποίο δε γνωρίζω ακόμη τι σημαίνει, αλλά αν Rigil σημαίνει πόδι, ανατριχιάζω λιγάκι στην ιδέα, τι μπορεί να συναντήσει κανείς δίπλα στο πόδι. Και ναι, λοιπόν, ούτε ο «α Γ» έμεινε προσωνυμιακά παραπονεμένος και τον καλούμε χαϊδευτικά «Proxima Centauri» ή (στα ελληνικά) «Εγγύτατο Κενταύρου», για τον λόγο ακριβώς που φανερώνει τ' όνομά του : από τους τρεις είναι ο πλησιέστερος. Για την ακρίβεια, είναι ο πλησιέστερος όχι απλά των τριών Κενταυριδών, μα όλων των δυνατών αστέρων. Την έχει, δηλαδή, πολύ μεγάλη την τιμή, τούτος ο Proxima, να βρίσκεται πλησιέστερα στον πλανήτη εκείνο, όπου κυκλοφορούνε περιοδικά που σου εξηγούν με κάθε σοβαρότητα πως η αιτία, που δε βρίσκεις γκόμενο, είναι ο ανάστροφος Ερμής. Αν, ακόμη, είστε απ' τους λάτρεις των στοιχείων και της αριθμητικής, προς το παρόν, ικανοποιηθείτε από το γεγονός πως ο Εγγύτατος έχει παράλλαξη 0,76813΄΄, όπερ μεθερμηνευόμενον εστί 1,302 parsecs ή 4,24 έτη φωτός. Πα' να πει ότι το φως, που φτάνει σήμερα στο κατώφλι μας, ξεκίνησε απ' τον Εγγύτατο Κενταύρου, τότε που στην Ελλάδα ψήφιζε ο κόσμος ΣΥΡΙΖΑ. Αυτά όσον αφορά στις αποστάσεις, δηλαδή τη μία του ενός.

Όσον αφορά στα υπόλοιπα τεχνικά χαρακτηριστικά και τις προδιαγραφές του συστήματος, ξετρυπώνονται εύκολα κι από αλλού, οπότε μη με ζαλίζετε. Υπάρχουν δεκάδες αξιοπρεπείς πηγές. Εδώ επέμεινα περισσότερο, στην ονοματολογία. Να πούμε έστω δυο-τρία βασικά. Είναι, δηλαδή, σούπερ ενδιαφέρον πως οι ΑΒ, το κυρίαρχο ζευγάρι του συστήματος, πρόκειται γι' απόλυτους συγγενείς του Ήλιου μας, με παραπλήσιες μάζες κι επιφανειακές θερμοκρασίες. Οι όποιες διαφορές, όταν δεν είναι ασήμαντες, δεν είναι παρόλα αυτά διόλου σημαντικές. Ο Γ, τώρα, είναι μια άλλη ιστορία. Κοντοπίθαρος κι αναψοκοκκινισμένος, είναι - σα να λέμε - το εξώγαμο της οικογένειας. Μπασμένος ξεμπασμένος, ωστόσο, είναι το πιο γόνιμο μέλος κι ο μόνος επιβεβαιωμένος μπαμπάς, τη στιγμή που μιλάμε.


Μην χάβετε αμασητί, όσες βλακείες λέγονται για πλανητικά συστήματα κι άλλα κουλά, επειδή έπαιξε ο άλλος ένα παιχνίδι στο PC, είδε την extended director's cut έκδοση του Avatar ή τη βρίσκει με Λιακόπουλο. Ή πάλι, μη δίνετε μεγάλη βάση σ' άρθρα που βαστούν από το '12, μα κάντε upgrade μ' άλλα μεταγενέστερα. Πλανήτη επιβεβαιωμένο έχει μόνον ο Proxima, ο οποίος φημολογείται πως «παίζει» στα μέτρα του πλανήτη μας, λίγο παχύτερος, κι εντός της κατοικίσιμης ζώνης. Ωστόσο, δεν του λείπουν τα προβλήματα, μα γι' αυτά διαβάστε αλλού. Το '12 βγήκαν κάτι βρώμες και για τον Toliman, πως θα γινότανε μπαμπάς, αλλά το '15 η επανεξέταση έδειξε ότι πρόκειται απλά για κοινό θόρυβο των δεδομένων. Πώς νομίζεις ότι είδες την πρώην σου, μέσα στο πλήθος, κι ήταν απλά μια άκυρη με ίδιο μαλλί; ε, έτσι ένα πράμα. Τώρα, με τούτον τον πλανήτη του Εγγύτατου, η τρέλα των βαφτίσεων χτυπάει κόκκινο : τον είπανε «Proxima Centauri b» ή σαν να λέμε «Άλφα Κενταύρου Γάμμα Βήτα»!!! Άντε βρες άκρη.

Οικόπεδα με θέα

Θέλετε να το προχωρήσω ακόμα το αστείο; Υπάρχει και ο «a Κενταύρου» που είναι τελείως διαφορετικό πράμα απ' τον «α Κενταύρου»! Θα τον βρείτε ευκολότερα ως HD 125823. Γι' αυτό προσοχή στο πληκτρολόγιο, στα caps και στα locks, τι απ' τη μια στιγμή στην άλλη, μπορεί να γίνει κανείς ρεντίκολο και κλαυσιγελωτορεγγάτος. Τη φαντάζομαι τη δουλειά, σα να συμβαίνει εμπρός μου. Καφετέρια, τουαλέτα κι οι δυο φιλενάδες, να χαχανίζουν μπροστά στον καθρέφτη αγκαζέ : «Μαίρη μου, τι να σου πω; γλυκούλης ο φίλος σου, δε λέω, αλλά να θεωρεί κυανό γίγαντα τον α Κενταύρου; ξενέρωσα, χρυσή μου, ξενέρωσα»!

Monday, April 1, 2019

Παραλλαγές σε μια παράλλαξη

Παράλλαξη είναι ένα προοπτικό αίσθημα των φαινομένων, που ομορφαίνει τη ζωή μας, προτού καλά-καλά συνειδητοποιήσουμε την ύπαρξή του. Όπως καθετί όμορφο, είναι περισσότερο μια σχέση κι όχι ένα σημείο φυγής ακλόνητο. Στο πλευρό του αστρονόμου, στέκει συνεπίκουρος στην κατανόηση του χώρου και των μεγεθών. Όμως, τι είναι η κατανόηση άλλο, παρά ένα είδος ομορφιάς βαθύτερης;

Παράλλαξη σε αστρικό νάζι

Στο κάτω-κάτω, μην το ξεχνούμε : άλλο δεν είναι τα μάτια του ανθρώπου, παρά μια μόνιμη παράλλαξη, που ερμηνεύει το κόσμο εκ των προτέρων. Ετούτη η προκατάληψη είναι που κάνει τον κόσμο ενδιαφέροντα, του δίνει βάθος και προτρέπει τον άνθρωπο διαρκώς να ψαχουλεύει.

Κι άλλοι τη λάτρεψαν, τούτη τη γόησσα των ορατών και των κινήσεων ...

Παράλλαξη ενός αλχημιστή

Παράλλαξη σε ιριδίζοντα ξενύχτια

Παράλλαξη σε ποπ και κορν

Το σκαμνί, ο θρόνος και μία κατσίκα

Αναμετρώμενος με μια χούφτα παλιές, αγαπημένες γνώσεις, από εκείνες που φθίνουν με την ηλικία - δηλαδή, απλές μνήμες - βρέθηκα να περιδινίζομαι στ' αστέρια, με τούτο το υπέροχο Stellarium . Κάποιοι αμφισβητούν πως η πραγματική γνώση χάνεται ποτέ, μα δε θα μπούμε, τώρα, σε τούτη τη κουβέντα. Στο κάτω-κάτω, δε μιλώ για γνώση αληθινή, μα περισσότερο για παιχνιδιάρικες πληροφορίες. Από εκείνες, που σε κάνουν να χαμογελάς χορτάτος, γιατί γίνηκε ο κόσμος πιο οικείος, πιο σύμμετρος κι ίσως πιο νόστιμος. Χάζευα, λοιπόν, τους αστερισμούς, που στέκονται αειφανείς βιγλάτορες στο Ημισφαίριό μας. Μιλώ, φυσικά, για τις αδερφές αρκούδες, την όμορφη άνασσα, θρονιασμένη αντικρυστά στο σύζυγό της, τον κουλουριασμένο δράκοντα και μια ντροπαλή καμηλοπάρδαλη.

 Οι αειφανείς (κάποιοι, εν μέρει) αστερισμοί, του Β. Ημισφαιρίου

Κοιτάζοντας κανείς το βόρειο ουράνιο ημισφαίριο, η γνώριμη φιγούρα της Μεγάλης Άρκτου κυριαρχεί με το περίγραμμά της. Χαραγμένο βαθύτερα κι από τον πρώτο έρωτα, κρατά από τα ψελλίσματα των τροφοσυλλεκτών ίσαμε τη λαλιά του Ομήρου κι από τα κατάστιχα του Εύδοξου μέχρι την εποχή, που έμαθα - παιδί - να χάνομαι στο στερέωμα, με το δέος εκείνο που 'ναι ίλιγγος, μαζί και λίγο τρόμος. Αντιδιαμετρικά και βάζοντας τον Πολικό Αστέρα κέντρο, στέκει το λιτό W της Κασσιόπης και πλάι τους περιελίσσεται διακριτικά ο Δράκοντας, γιομίζοντας σα μαίανδρος τα κενά που οι άλλοι του επιτρέπουν. Προτελευταίος, ετούτος ο Κηφέας, ένα μικρό ταπεινό κουτάκι, γέρνει σα τα πρώτα σπιτάκια των παιδιών, ταπεινότερος σε κάθε άποψη από την λαμπερή του σύντροφο, την οποία ο άτλας αδικεί. Κι ανάθεμα, την Καμηλοπάρδαλη εκείνη, π' ουδέποτε κατάφερα να ξεδιακρίνω τις κορυφές και τις διαγωνίους της κι αναρωτιόμουν διαρκώς ποιο το νόημα να εκβιάζει κανείς αστερισμούς, με το στανιό, στα μέρη που ο ουρανός επιμένει λιτός κι απροσδιόριστος στο μάτι; Έξω, βεβαίως, και να φταίει η εποχή μας - ετούτη του «φωτός» - που οι πολιτείες μας διάγουν ολημερίς ανέσπερες. Η, πάλι, να φταίει η σκερτσόζα μυωπία μου.

Πρώτος - λέει ο μύθος (ή μάλλον ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς) - σήκωσε τη ματιά του στο στερέωμα, ο Κένταυρος Χείρων. Κι επειδή γοητεύτηκε από τούτο το θέαμα που αντίκρυσε (τούτο το λέω εγώ), έπιασε να του δίνει σχήματα και να τ' ονοματίζει. Επειδή, ως μισός άνθρωπος που ήταν, μπορούσε ν' αγαπήσει βαθύτερα εκείνο που είχε όνομα, απ' το ανώνυμο. Εκείνο, δηλαδή, που τού 'δινε την ψευδαίσθηση πως το κατείχε. Ναι, έτσι γίνεται, ήταν η πρώτη σκέψη μου. Σαν ονομάζεις κάτι, γίνεται εν μέρει κτήμα σου και τότε μπορείς να τ' αγαπήσεις. Ή πάλι, μπορεί να συμβαίνει και τ' αντίστροφο. Σαν αγαπάς κάτι, διαστέλλεσαι να το χωρέσεις. Κι όσο περισσότερα αγαπάς, τόσο περισσότερο διαστέλλεσαι. Κάποτε γίνεται τόσο μεγάλος, που είναι φόβος να χαθείς, μέσα σ' αυτό που έχεις γίνει. Τα ονόματα γίνονται τότε συντεταγμένες σ' ένα χάρτη εσωτερικό της ψυχής, σε βοηθούνε να στήνεις ρότες, ν' αρμενίζεις, παρά να καταχτάς και να υποτάσσεις. Να κιόλας μια συμμετρία, από το πουθενά : τι είναι τα ονόματα των πραγμάτων, άρα και των αστερισμών, παρά αστερισμοί με τη σειρά τους κι οροθέτες του νου;

Τέλος πάντων, μπορεί ο Χείρων να 'ταν άλογος (κατά το ήμιση), αλλά παράλογος δεν ήταν, να πετάει ασυναρτησίες σαν τις δικές μου. Πλάσμα της φύσης και της ανάγκης, έστησε τούτο το χάρτη στο στερέωμα, όχι για ομορφιά, παρά για λόγους πρακτικούς, να βοηθήσει μ' άλλα λόγια τον Ιάσονα, με τους καλούς του Αργοναύτες, να βρούνε το δρόμο το σωστό, προς το πεπρωμένο τους και πάλι πίσω. Μην πάνε, δηλαδή, και σκουντουφλάνε ξέμπαρκοι σε πεπρωμένα αλλωνών. Πολύ μετά απ' το Χείρωνα - ή πολύ πριν, καθώς οι χρόνοι της μυθολογίας, με τους ιστορικούς, γίνονται κουβάρι, που πρέπει να 'σαι πολύ γάτος, να το ξεδιαλύνεις - πιάσανε οι Ασσύριοι κι οι Βαβυλώνιοι να καθυποτάξουν τα τηρούμενα. Άπλωσαν τους πηλούς τους, ξύσανε και τις σφήνες τους κι έπλασαν με το εξηκονταδικό τους σύστημα έναν καθρέφτη τ' ουρανού. Στον καθρέφτη τούτο κοίταξε, κάποτε, κι ο Εύδοξος, καθώς οι θέσεις που δίνει και οι κίνησες αντιστοιχούν περισσότερο στην Ασσυρία του 1100, παρά στην Κνίδο του 4ου αιώνα π.Χ. Έτσι, τουλάχιστον, ισχυρίζεται ο Bradley E. Schaeffer της «Journal for the History of Astronomy and of Archaeoastronomy», σε κάποιο Scientific American του 2006. Να πεις πως έχει δίκιο, είναι σωστό, καθότι ως τον Όμηρο τι περισσότερο είχε η να προσφέρει η ελληνική ουρανογραφία, πέρα απ' τη Μεγάλη Άρκτο, τον Ωρίωνα, τις αδερφές Πλειάδες και Υάδες, το Σείριο και τον Αρκτούρο; Μα να 'σαι κι άπιστος Θωμάς, πάλι σωστό. Ειδάλλως, πώς να χωνέψεις τις αναρίθμητες ναυτικές γενιές του Αιγαίου και του Λιβυκού, που γνώριζαν ήδη τα κύματα, ως τότε, απ' την καλή και την ανάποδη, σαν να 'ταν σπιτικό τους;

Μα κι ο Έλληνας δεν κάθισε με χέρια σταυρωμένα. Τριάντα αστερισμούς κληρονόμησε απ' τους γειτόνους του. Κράτησε τους είκοσι απαράλλαχτους, δέκα τους μετονόμασε, μα έφτιαξε και δεκαοχτώ δικούς του. Το σύνολο σαρανταοχτώ, όσους αστερισμούς ακριβώς διαβάζουμε και στα «Φαινόμενα» του Άρατου - ας πούμε διακόσιους χρόνους χονδρικούς μετά. Και να που φτάσαμε, επιτέλους, στον Άρατον ετούτο, μέρος της πρωταρχικής μου αφορμής. Γιατί, ως προλόγισα, όλα ξεκίνησαν από τούτο το σατανικά ακριβές Stellarium. Όπου, καθώς περιδιάβαινα ανέμελος στα χωράφια των αειφανών, είπα να ξεστρατίσω λίγο σε Ταύρο και Ηνίοχο, προκειμένου να δοκιμάσω την - εκ του ισχαιμικού - ήδη δοκιμασμένη μνήμη μου και να ελέγξω εαυτόν, από δυσοίωνους Αλτσχάιμερ και άλλα τινά. Γύρεψα πρώτα τις όμορφες Πλειάδες, τον ηδονοβλεψία Aldebaran (το δικό μας Λαμπαδία) κι όλα πηγαίνανε στρωτά, ως τη στιγμή που βάλθηκε το βλέμμα μου ν' αναζητά την Αίγα. Τι το 'θελα, ο δόλιος; τι ήταν ετούτο, που με βρήκε;! Στη γνώριμη θέση, όπου περίμενα να διαβάσω «Αίγα» (άντε «Capella), αντίκρυσα τον ακατανόητο κι αινιγματικόν ετούτο «Δίφρο». Ο οποίος δε θα 'ταν τόσο αινιγματικός, αν γνώριζα μια στάλα αρχαία, θα 'χα γλιτώσει κι απ' τον κόπο! Έφαγα τον κόσμο - εκεί τριγύρω απ' το Δίφρο - για νά 'βρω τη χαμένη γίδα μου, μήπως παράπεσε, αλλα ματαίως. Με είχαν περικυκλώσει οι Άραβες, από παντού, πουθενά μια γνώριμη κώχη να σταθώ. Αφήνω το Stellarium και καταφεύγω με δάκρυα στην παρηγορήτρα Google, όπου βρίσκω την Αίγα μου σώα και αβλαβή, στο φωτεινότερο άκρο του Ηνιόχου. Το γυρίζω στο αγγλικό και νάτηνε, πάλι, η γλαυκομάτα μου Capella, έκτη λαμπρότερη στο στερέωμα, μετά τον Αρκτούρο και το Βέγα, να μασουλά αμέριμνη όπου την άφησα δεμένη. Όλα καλά, λοιπόν, πρωτίστως με τον εγκέφαλό μου και δευτερευόντως με το ουράνιο στερέωμα. Πού διάολο ξεφύτρωσε, λοιπόν, εκείνος ο σιχαμένος Δίφρος;

Stellarium 0.18.3
 

Το internet είναι άτιμο πράμα, γι' αυτό ευχή και κατάρα σας δίνω παιδιά μου, να μην το χρειαστείτε ποτέ. Έκανα το λάθος ν' αρκεστώ στην πρώτη εύρεση, μι' αράδα δηλαδή παραπάνω απ' την απάντηση που γύρευα. Έλεγε λοιπόν στο Βικιλεξικό , πως δίφρος ήταν ένα ευτελές και τετράποδο σκαμνάκι, από 'κείνα, που τα 'χανε οι αρχαίοι για καμιά ανάγκη άμεση. Τι διάολο το θέλει ολάκερος Ηνίοχος το σκαμνάκι; και πού κολλάει με την αποκληρωμένη μου κατσίκα; Άκρη δεν έβρισκα στους αστρονομικούς ιστότοπους, εκτός κι αν υπήρχε κάποια ένδειξη στις εκατόν πενήντα εφτά σελίδες βάθος, μετά τις κατοχυρωμένες μάρκες και τα διαφημιστικά. Λέω, 'κείνοι που έκαναν την αλλαγή - ακόμη κι αν ήταν η ελληνική αστρονομική εταιρεία - δε μπορεί, κάτι θα είχαν στο μυαλό τους, οι αθρώποι ∙ το πιθανότερο κάποιαν αρχαία αφορμή. Μου 'ρθε, τότε, στο νου ο Άρατος. Αν ήταν να βρω μια ένδειξη γι' αυτό το δίφρο, θα την έβρισκα σίγουρα στα «Φαινόμενα». Πού να 'ξερα πως, τελικά, θα με μπέρδευε τούτος χειρότερα; Τώρα ο Άρατος, λένε πως ουσιαστικά αντιγράφει Εύδοξον, αλλά το θέμα δεν ήταν ποιος αντιγράφει ποιον αλλά πού θα βρίσκαμε, νυχτιάτικα και τέτοιαν ώρα, το αρχαίο κείμενο. Ξεχάστε ό,τι σας είπα για το internet! Ευλογημένο πράμα! Το αρχαίο κείμενο αναδύεται με την πρώτη μόλις προσπάθεια. Δίχως δεύτερη κουβέντα, χτυπάω και μι' αγγλική μετάφραση, καθώς είναι γνωστό πως οτιδήποτε βρίσκεις στη γλώσσα μας, πάνω στη γλώσσα μας, χρειάζεται και να το πλερώσεις. Βλέπεις ο Έλληνας δεν είναι κορόιδο να κάθεται να μεταφράζει και να προσφέρει τσάμπα τη Γραμματεία του, όπως κάνουν οι βάρβαροι καπιταλιστές, που θεωρούν οι αφελείς τιμή τους, να σου παρέχουν αφιλοκερδώς τούτο τον πλούτο.

Κλισμοί και δίφροι

Δίφροι οκλαδίες

Ψάχνω για δίφρο και δίφρο δε βρίσκω. Στο [251] βρίσκω τελικά : «Καί οἱ δεξιτερὴ μὲν ἐπὶ κλισμὸν τετάνυσται πενθερίου δίφροιο» , μ' άλλα λόγια «όπως τεντώνει (ο Περσέας) το δεξί του χέρι, πέφτει ίσα καταπάνω στο θρόνο της πεθεράς του». Όλα καλά, αν δεν είχαμε ν' αντιμετωπίσουμε ετούτο το νέο πρόβλημα : το ένα κάθισμα γίνηκε τώρα δύο και διπλά στο δίφρο, κάποιος παράτησε κι έναν κλισμό. Ο τελευταίος, πλάτη κομψή, πόδια καλίγραμμα, καμπυλωτά, ο πρώτος ξώπλατος και μισερός, περισσότερο για να δένεις τα κορδόνια σου. Και στο κάτω-κάτω, προς τι ετούτη η καθιστική επανάληψη, δύο ξέχωρα είδη, μέσα στην ίδια φράση; Κι είναι σωστό να μεταφράσουμε οτιδήποτε απ' τα δυο καθίσματα, ως «θρόνο», όπως τολμά ο αγγλόφωνος μεταφραστής; Το κάνει κι ο Ιάκωβος Πολυλάς, σε τούτη τη μετάφραση [στίχος 42] , αλλά λες 'νταξει, για να 'ναι δωρεάν, θα τα 'χει τα κουσούρια της. Κι ακόμα-ακόμα πού 'ν' η κατσίκα μου;

Όποιος γυρίζει μυρίζει, λέει μια παροιμία. Στο κάτω-κάτω, τι δουλειά έχει ν' αναζητά κανείς το σκαμνί της Κασσιόπης, στο άρμα του Ηνίοχου; Κάποιο λάκκο έχει η φάβα κι ο Δίφρος μοιάζει να παράπεσε αστερισμό, από κάποιαν αστρονομική παραδρομή. Ψέμματα. Κάποτε ο Θεός με λυπάται. Πιάνω να ψαχουλεύω τις ευρέσεις, που προσπέρασα αψήφιστα. Δεύτερη, μετά το λήμμα του Βικιλεξικού, με περίμενε επιτέλους η σωστή ερμηνεία , παραμελημένη εδώ και ώρες : «ο χώρος του άρματος όπου καθόταν ο ηνίοχος και ο πολεμιστής. / (επέκτ.) πολεμικό άρμα ή γενικά άμαξα». Η καρδιά μου πάει στη θέση της κι επιτέλους θα κοιμηθώ απόψε βράδυ. Δίφρος δεν είναι ούτε το σκαμνί που αρμέγουμ' αγελάδες, ούτε κανά θρονί για τα καλλίπυγα, βασιλικά μεριά. Δίφρος δεν είναι παρά το άρμα του Ηνίοχου και τώρα, όπως αναθωρώ ολάκερη την πορεία, που με οδήγησε ως εδώ, διαπιστώνω πως, όντως, έτσι είναι κι έτσι θα 'πρεπε να 'ναι! Δε θα μπορούσε να υπάρχει ερμηνεία περισσότερη κατάλληλη και ταιριαστή, απο δαύτη. Τι στα κομμάτια γύρευε, στο κάτω-κάτω, μια κατσίκα, καβάλα στ' άρματα και στα γκαμπριολέ; Παρεκτός κι αν ο Ηνίοχος, ήταν συνάμα και Αιγίοχος, αν δηλαδή κράδαινε ασπίδα επιρρωμένη με δέρμα αιγός, κατά τα πρότυπα των Ολυμπίων.

Άβυσσος η ψυχή του Αράτου, όπως και κάθε ανθρώπου, γενικότερα, που υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό και πιάνει να χαρακώνει τ' άστρα, μ' όλη τη λασπουριά και τη βρωμιά της γης, με την ελπίδα να την αποκαθάρει και να της δώσει ριζικό. Άβυσσος κι η ψυχή η δικιά μου, που κάθομαι κι ασχολούμαι μ' αυτές τις ιδιοτροπίες, αντί να βγω στην καθαρή βραδιά, να κυνηγήσω γκομενάκια. Άβυσσος κι η ψυχή της επιστημονικής κοινότητας, που στραβοξύπνησε κάποιο πρωί κι έτσι, εν ψυχρώ, δίχως να πει κουβέντα κανενός, ξεσπίτωσε εν ψυχρώ την Αίγα της παράδοσης, για να παρκάρει το Δίφρο της στη στάνη. Άβυσσος κι αυτή η ανάρτηση, η οποία δε λέει κάποτε να τελειώσει κι ήρθε η ώρα πια να βάλω παύλα, στο πλάι ετούτης της τελείας._