Monday, April 1, 2019

Το σκαμνί, ο θρόνος και μία κατσίκα

Αναμετρώμενος με μια χούφτα παλιές, αγαπημένες γνώσεις, από εκείνες που φθίνουν με την ηλικία - δηλαδή, απλές μνήμες - βρέθηκα να περιδινίζομαι στ' αστέρια, με τούτο το υπέροχο Stellarium . Κάποιοι αμφισβητούν πως η πραγματική γνώση χάνεται ποτέ, μα δε θα μπούμε, τώρα, σε τούτη τη κουβέντα. Στο κάτω-κάτω, δε μιλώ για γνώση αληθινή, μα περισσότερο για παιχνιδιάρικες πληροφορίες. Από εκείνες, που σε κάνουν να χαμογελάς χορτάτος, γιατί γίνηκε ο κόσμος πιο οικείος, πιο σύμμετρος κι ίσως πιο νόστιμος. Χάζευα, λοιπόν, τους αστερισμούς, που στέκονται αειφανείς βιγλάτορες στο Ημισφαίριό μας. Μιλώ, φυσικά, για τις αδερφές αρκούδες, την όμορφη άνασσα, θρονιασμένη αντικρυστά στο σύζυγό της, τον κουλουριασμένο δράκοντα και μια ντροπαλή καμηλοπάρδαλη.

 Οι αειφανείς (κάποιοι, εν μέρει) αστερισμοί, του Β. Ημισφαιρίου

Κοιτάζοντας κανείς το βόρειο ουράνιο ημισφαίριο, η γνώριμη φιγούρα της Μεγάλης Άρκτου κυριαρχεί με το περίγραμμά της. Χαραγμένο βαθύτερα κι από τον πρώτο έρωτα, κρατά από τα ψελλίσματα των τροφοσυλλεκτών ίσαμε τη λαλιά του Ομήρου κι από τα κατάστιχα του Εύδοξου μέχρι την εποχή, που έμαθα - παιδί - να χάνομαι στο στερέωμα, με το δέος εκείνο που 'ναι ίλιγγος, μαζί και λίγο τρόμος. Αντιδιαμετρικά και βάζοντας τον Πολικό Αστέρα κέντρο, στέκει το λιτό W της Κασσιόπης και πλάι τους περιελίσσεται διακριτικά ο Δράκοντας, γιομίζοντας σα μαίανδρος τα κενά που οι άλλοι του επιτρέπουν. Προτελευταίος, ετούτος ο Κηφέας, ένα μικρό ταπεινό κουτάκι, γέρνει σα τα πρώτα σπιτάκια των παιδιών, ταπεινότερος σε κάθε άποψη από την λαμπερή του σύντροφο, την οποία ο άτλας αδικεί. Κι ανάθεμα, την Καμηλοπάρδαλη εκείνη, π' ουδέποτε κατάφερα να ξεδιακρίνω τις κορυφές και τις διαγωνίους της κι αναρωτιόμουν διαρκώς ποιο το νόημα να εκβιάζει κανείς αστερισμούς, με το στανιό, στα μέρη που ο ουρανός επιμένει λιτός κι απροσδιόριστος στο μάτι; Έξω, βεβαίως, και να φταίει η εποχή μας - ετούτη του «φωτός» - που οι πολιτείες μας διάγουν ολημερίς ανέσπερες. Η, πάλι, να φταίει η σκερτσόζα μυωπία μου.

Πρώτος - λέει ο μύθος (ή μάλλον ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς) - σήκωσε τη ματιά του στο στερέωμα, ο Κένταυρος Χείρων. Κι επειδή γοητεύτηκε από τούτο το θέαμα που αντίκρυσε (τούτο το λέω εγώ), έπιασε να του δίνει σχήματα και να τ' ονοματίζει. Επειδή, ως μισός άνθρωπος που ήταν, μπορούσε ν' αγαπήσει βαθύτερα εκείνο που είχε όνομα, απ' το ανώνυμο. Εκείνο, δηλαδή, που τού 'δινε την ψευδαίσθηση πως το κατείχε. Ναι, έτσι γίνεται, ήταν η πρώτη σκέψη μου. Σαν ονομάζεις κάτι, γίνεται εν μέρει κτήμα σου και τότε μπορείς να τ' αγαπήσεις. Ή πάλι, μπορεί να συμβαίνει και τ' αντίστροφο. Σαν αγαπάς κάτι, διαστέλλεσαι να το χωρέσεις. Κι όσο περισσότερα αγαπάς, τόσο περισσότερο διαστέλλεσαι. Κάποτε γίνεται τόσο μεγάλος, που είναι φόβος να χαθείς, μέσα σ' αυτό που έχεις γίνει. Τα ονόματα γίνονται τότε συντεταγμένες σ' ένα χάρτη εσωτερικό της ψυχής, σε βοηθούνε να στήνεις ρότες, ν' αρμενίζεις, παρά να καταχτάς και να υποτάσσεις. Να κιόλας μια συμμετρία, από το πουθενά : τι είναι τα ονόματα των πραγμάτων, άρα και των αστερισμών, παρά αστερισμοί με τη σειρά τους κι οροθέτες του νου;

Τέλος πάντων, μπορεί ο Χείρων να 'ταν άλογος (κατά το ήμιση), αλλά παράλογος δεν ήταν, να πετάει ασυναρτησίες σαν τις δικές μου. Πλάσμα της φύσης και της ανάγκης, έστησε τούτο το χάρτη στο στερέωμα, όχι για ομορφιά, παρά για λόγους πρακτικούς, να βοηθήσει μ' άλλα λόγια τον Ιάσονα, με τους καλούς του Αργοναύτες, να βρούνε το δρόμο το σωστό, προς το πεπρωμένο τους και πάλι πίσω. Μην πάνε, δηλαδή, και σκουντουφλάνε ξέμπαρκοι σε πεπρωμένα αλλωνών. Πολύ μετά απ' το Χείρωνα - ή πολύ πριν, καθώς οι χρόνοι της μυθολογίας, με τους ιστορικούς, γίνονται κουβάρι, που πρέπει να 'σαι πολύ γάτος, να το ξεδιαλύνεις - πιάσανε οι Ασσύριοι κι οι Βαβυλώνιοι να καθυποτάξουν τα τηρούμενα. Άπλωσαν τους πηλούς τους, ξύσανε και τις σφήνες τους κι έπλασαν με το εξηκονταδικό τους σύστημα έναν καθρέφτη τ' ουρανού. Στον καθρέφτη τούτο κοίταξε, κάποτε, κι ο Εύδοξος, καθώς οι θέσεις που δίνει και οι κίνησες αντιστοιχούν περισσότερο στην Ασσυρία του 1100, παρά στην Κνίδο του 4ου αιώνα π.Χ. Έτσι, τουλάχιστον, ισχυρίζεται ο Bradley E. Schaeffer της «Journal for the History of Astronomy and of Archaeoastronomy», σε κάποιο Scientific American του 2006. Να πεις πως έχει δίκιο, είναι σωστό, καθότι ως τον Όμηρο τι περισσότερο είχε η να προσφέρει η ελληνική ουρανογραφία, πέρα απ' τη Μεγάλη Άρκτο, τον Ωρίωνα, τις αδερφές Πλειάδες και Υάδες, το Σείριο και τον Αρκτούρο; Μα να 'σαι κι άπιστος Θωμάς, πάλι σωστό. Ειδάλλως, πώς να χωνέψεις τις αναρίθμητες ναυτικές γενιές του Αιγαίου και του Λιβυκού, που γνώριζαν ήδη τα κύματα, ως τότε, απ' την καλή και την ανάποδη, σαν να 'ταν σπιτικό τους;

Μα κι ο Έλληνας δεν κάθισε με χέρια σταυρωμένα. Τριάντα αστερισμούς κληρονόμησε απ' τους γειτόνους του. Κράτησε τους είκοσι απαράλλαχτους, δέκα τους μετονόμασε, μα έφτιαξε και δεκαοχτώ δικούς του. Το σύνολο σαρανταοχτώ, όσους αστερισμούς ακριβώς διαβάζουμε και στα «Φαινόμενα» του Άρατου - ας πούμε διακόσιους χρόνους χονδρικούς μετά. Και να που φτάσαμε, επιτέλους, στον Άρατον ετούτο, μέρος της πρωταρχικής μου αφορμής. Γιατί, ως προλόγισα, όλα ξεκίνησαν από τούτο το σατανικά ακριβές Stellarium. Όπου, καθώς περιδιάβαινα ανέμελος στα χωράφια των αειφανών, είπα να ξεστρατίσω λίγο σε Ταύρο και Ηνίοχο, προκειμένου να δοκιμάσω την - εκ του ισχαιμικού - ήδη δοκιμασμένη μνήμη μου και να ελέγξω εαυτόν, από δυσοίωνους Αλτσχάιμερ και άλλα τινά. Γύρεψα πρώτα τις όμορφες Πλειάδες, τον ηδονοβλεψία Aldebaran (το δικό μας Λαμπαδία) κι όλα πηγαίνανε στρωτά, ως τη στιγμή που βάλθηκε το βλέμμα μου ν' αναζητά την Αίγα. Τι το 'θελα, ο δόλιος; τι ήταν ετούτο, που με βρήκε;! Στη γνώριμη θέση, όπου περίμενα να διαβάσω «Αίγα» (άντε «Capella), αντίκρυσα τον ακατανόητο κι αινιγματικόν ετούτο «Δίφρο». Ο οποίος δε θα 'ταν τόσο αινιγματικός, αν γνώριζα μια στάλα αρχαία, θα 'χα γλιτώσει κι απ' τον κόπο! Έφαγα τον κόσμο - εκεί τριγύρω απ' το Δίφρο - για νά 'βρω τη χαμένη γίδα μου, μήπως παράπεσε, αλλα ματαίως. Με είχαν περικυκλώσει οι Άραβες, από παντού, πουθενά μια γνώριμη κώχη να σταθώ. Αφήνω το Stellarium και καταφεύγω με δάκρυα στην παρηγορήτρα Google, όπου βρίσκω την Αίγα μου σώα και αβλαβή, στο φωτεινότερο άκρο του Ηνιόχου. Το γυρίζω στο αγγλικό και νάτηνε, πάλι, η γλαυκομάτα μου Capella, έκτη λαμπρότερη στο στερέωμα, μετά τον Αρκτούρο και το Βέγα, να μασουλά αμέριμνη όπου την άφησα δεμένη. Όλα καλά, λοιπόν, πρωτίστως με τον εγκέφαλό μου και δευτερευόντως με το ουράνιο στερέωμα. Πού διάολο ξεφύτρωσε, λοιπόν, εκείνος ο σιχαμένος Δίφρος;

Stellarium 0.18.3
 

Το internet είναι άτιμο πράμα, γι' αυτό ευχή και κατάρα σας δίνω παιδιά μου, να μην το χρειαστείτε ποτέ. Έκανα το λάθος ν' αρκεστώ στην πρώτη εύρεση, μι' αράδα δηλαδή παραπάνω απ' την απάντηση που γύρευα. Έλεγε λοιπόν στο Βικιλεξικό , πως δίφρος ήταν ένα ευτελές και τετράποδο σκαμνάκι, από 'κείνα, που τα 'χανε οι αρχαίοι για καμιά ανάγκη άμεση. Τι διάολο το θέλει ολάκερος Ηνίοχος το σκαμνάκι; και πού κολλάει με την αποκληρωμένη μου κατσίκα; Άκρη δεν έβρισκα στους αστρονομικούς ιστότοπους, εκτός κι αν υπήρχε κάποια ένδειξη στις εκατόν πενήντα εφτά σελίδες βάθος, μετά τις κατοχυρωμένες μάρκες και τα διαφημιστικά. Λέω, 'κείνοι που έκαναν την αλλαγή - ακόμη κι αν ήταν η ελληνική αστρονομική εταιρεία - δε μπορεί, κάτι θα είχαν στο μυαλό τους, οι αθρώποι ∙ το πιθανότερο κάποιαν αρχαία αφορμή. Μου 'ρθε, τότε, στο νου ο Άρατος. Αν ήταν να βρω μια ένδειξη γι' αυτό το δίφρο, θα την έβρισκα σίγουρα στα «Φαινόμενα». Πού να 'ξερα πως, τελικά, θα με μπέρδευε τούτος χειρότερα; Τώρα ο Άρατος, λένε πως ουσιαστικά αντιγράφει Εύδοξον, αλλά το θέμα δεν ήταν ποιος αντιγράφει ποιον αλλά πού θα βρίσκαμε, νυχτιάτικα και τέτοιαν ώρα, το αρχαίο κείμενο. Ξεχάστε ό,τι σας είπα για το internet! Ευλογημένο πράμα! Το αρχαίο κείμενο αναδύεται με την πρώτη μόλις προσπάθεια. Δίχως δεύτερη κουβέντα, χτυπάω και μι' αγγλική μετάφραση, καθώς είναι γνωστό πως οτιδήποτε βρίσκεις στη γλώσσα μας, πάνω στη γλώσσα μας, χρειάζεται και να το πλερώσεις. Βλέπεις ο Έλληνας δεν είναι κορόιδο να κάθεται να μεταφράζει και να προσφέρει τσάμπα τη Γραμματεία του, όπως κάνουν οι βάρβαροι καπιταλιστές, που θεωρούν οι αφελείς τιμή τους, να σου παρέχουν αφιλοκερδώς τούτο τον πλούτο.

Κλισμοί και δίφροι

Δίφροι οκλαδίες

Ψάχνω για δίφρο και δίφρο δε βρίσκω. Στο [251] βρίσκω τελικά : «Καί οἱ δεξιτερὴ μὲν ἐπὶ κλισμὸν τετάνυσται πενθερίου δίφροιο» , μ' άλλα λόγια «όπως τεντώνει (ο Περσέας) το δεξί του χέρι, πέφτει ίσα καταπάνω στο θρόνο της πεθεράς του». Όλα καλά, αν δεν είχαμε ν' αντιμετωπίσουμε ετούτο το νέο πρόβλημα : το ένα κάθισμα γίνηκε τώρα δύο και διπλά στο δίφρο, κάποιος παράτησε κι έναν κλισμό. Ο τελευταίος, πλάτη κομψή, πόδια καλίγραμμα, καμπυλωτά, ο πρώτος ξώπλατος και μισερός, περισσότερο για να δένεις τα κορδόνια σου. Και στο κάτω-κάτω, προς τι ετούτη η καθιστική επανάληψη, δύο ξέχωρα είδη, μέσα στην ίδια φράση; Κι είναι σωστό να μεταφράσουμε οτιδήποτε απ' τα δυο καθίσματα, ως «θρόνο», όπως τολμά ο αγγλόφωνος μεταφραστής; Το κάνει κι ο Ιάκωβος Πολυλάς, σε τούτη τη μετάφραση [στίχος 42] , αλλά λες 'νταξει, για να 'ναι δωρεάν, θα τα 'χει τα κουσούρια της. Κι ακόμα-ακόμα πού 'ν' η κατσίκα μου;

Όποιος γυρίζει μυρίζει, λέει μια παροιμία. Στο κάτω-κάτω, τι δουλειά έχει ν' αναζητά κανείς το σκαμνί της Κασσιόπης, στο άρμα του Ηνίοχου; Κάποιο λάκκο έχει η φάβα κι ο Δίφρος μοιάζει να παράπεσε αστερισμό, από κάποιαν αστρονομική παραδρομή. Ψέμματα. Κάποτε ο Θεός με λυπάται. Πιάνω να ψαχουλεύω τις ευρέσεις, που προσπέρασα αψήφιστα. Δεύτερη, μετά το λήμμα του Βικιλεξικού, με περίμενε επιτέλους η σωστή ερμηνεία , παραμελημένη εδώ και ώρες : «ο χώρος του άρματος όπου καθόταν ο ηνίοχος και ο πολεμιστής. / (επέκτ.) πολεμικό άρμα ή γενικά άμαξα». Η καρδιά μου πάει στη θέση της κι επιτέλους θα κοιμηθώ απόψε βράδυ. Δίφρος δεν είναι ούτε το σκαμνί που αρμέγουμ' αγελάδες, ούτε κανά θρονί για τα καλλίπυγα, βασιλικά μεριά. Δίφρος δεν είναι παρά το άρμα του Ηνίοχου και τώρα, όπως αναθωρώ ολάκερη την πορεία, που με οδήγησε ως εδώ, διαπιστώνω πως, όντως, έτσι είναι κι έτσι θα 'πρεπε να 'ναι! Δε θα μπορούσε να υπάρχει ερμηνεία περισσότερη κατάλληλη και ταιριαστή, απο δαύτη. Τι στα κομμάτια γύρευε, στο κάτω-κάτω, μια κατσίκα, καβάλα στ' άρματα και στα γκαμπριολέ; Παρεκτός κι αν ο Ηνίοχος, ήταν συνάμα και Αιγίοχος, αν δηλαδή κράδαινε ασπίδα επιρρωμένη με δέρμα αιγός, κατά τα πρότυπα των Ολυμπίων.

Άβυσσος η ψυχή του Αράτου, όπως και κάθε ανθρώπου, γενικότερα, που υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό και πιάνει να χαρακώνει τ' άστρα, μ' όλη τη λασπουριά και τη βρωμιά της γης, με την ελπίδα να την αποκαθάρει και να της δώσει ριζικό. Άβυσσος κι η ψυχή η δικιά μου, που κάθομαι κι ασχολούμαι μ' αυτές τις ιδιοτροπίες, αντί να βγω στην καθαρή βραδιά, να κυνηγήσω γκομενάκια. Άβυσσος κι η ψυχή της επιστημονικής κοινότητας, που στραβοξύπνησε κάποιο πρωί κι έτσι, εν ψυχρώ, δίχως να πει κουβέντα κανενός, ξεσπίτωσε εν ψυχρώ την Αίγα της παράδοσης, για να παρκάρει το Δίφρο της στη στάνη. Άβυσσος κι αυτή η ανάρτηση, η οποία δε λέει κάποτε να τελειώσει κι ήρθε η ώρα πια να βάλω παύλα, στο πλάι ετούτης της τελείας._

No comments:

Post a Comment